Δευτέρα 2 Απριλίου 2012
ΤΩΒΙΤ
Δευτέρα, Απριλίου 02, 2012
Αναρτήθηκε από
Nik Vythoulkas
Ετικέτες ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ - ΚΕΙΜΕΝΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Ετικέτες ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ - ΚΕΙΜΕΝΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΤΩΒΙΤ
ΤΩΒΙΤ 1
Τωβ. 1,1 Βίβλος λόγων Τωβίτ, τοῦ
Τωβιήλ, τοῦ Ἀνανιήλ, τοῦ Ἀδουήλ, τοῦ Γαβαήλ, ἐκ τοῦ σπέρματος Ἀσιήλ, ἐκ τῆς φυλῆς
Νεφθαλίμ,
Τωβ. 1,1 Βιβλίον περιέχον την
ιστορίαν του Τωβίτ, υιού του Τωβιήλ, υιοί του Ανανιήλ, υιού του Αδουήλ, υιού
του Γαβαήλ, από την γενεάν του Ασιήλ και από την φυλήν του Νεφθαλίμ.
Τωβ. 1,2 ὃς ᾐχμαλωτεύθη ἐν ἡμέραις Ἐνεμεσσάρου
τοῦ βασιλέως Ἀσσυρίων ἐκ Θίσβης, ἥ ἐστιν ἐκ δεξιῶν Κυδίως τῆς Νεφθαλὶ ἐν τῇ
Γαλιλαίᾳ ὑπεράνω Ἀσήρ. -ἐγὼ Τωβὶτ ὁδοῖς ἀληθείας ἐπορευόμην καὶ δικαιοσύνης
πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου
Τωβ. 1,2 Αυτός
ηχμαλωτίσθη κατά τας ημέρας του Ενεμεσσάρου, βασιλέως των Ασσυρίων. Κατήγετο
από την πόλιν Θισβην, η οποία ευρίσκεται δεξιά της Καδης, της φυλής του
Νεφθαλίμ εις την Γαλιλαίαν επάνω από την Ασήρ.- Εγώ ο ΤΩΒΙΤ όλας τας ημέρας της
ζωής μου επορευόμην του Κυρίου τας οδούς της αληθείας και της δικαιοσύνης.
Τωβ. 1,3 καὶ ἐλεημοσύνας πολλὰς ἐποίησα
τοῖς ἀδελφοῖς μου καὶ τῷ ἔθνει, τοῖς προπορευθεῖσι μετ᾿ ἐμοῦ εἰς χώραν Ἀσσυρίων
εἰς Νινευῆ.
Τωβ. 1,3 Εκανα
πολλάς ελεημοσύνας στους ομογενείς μου και εις όλον το έθνος μου, που είχαν
οδηγηθή μαζή μου αιχμάλωτοι εις την χώραν των Ασσυρίων εις την πρωτεύουσάν των,
την Μινευή.
Τωβ. 1,4 καὶ ὅτε ἤμην ἐν τῇ χώρᾳ
μου ἐν τῇ γῇ Ἰσραὴλ νεωτέρου μου ὄντος, πᾶσα φυλὴ τοῦ Νεφθαλὶμ τοῦ πατρός μου ἀπέστη
ἀπὸ τοῦ οἴκου Ἱερουσολύμων, τῆς ἐκλεγείσης ἀπὸ πασῶν τῶν φυλῶν Ἰσραὴλ εἰς τὸ
θυσιάζειν πάσας τὰς φυλάς· καὶ ἡγιάσθη ὁ ναὸς τῆς κατασκηνώσεως τοῦ Ὑψίστου καὶ
ᾠκοδομήθη εἰς πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος.
Τωβ. 1,4 Οταν
νεώτερος ακόμη ευρισκόμην εις την χώραν μου, εις την γην του Ισραήλ, όλη η φυλή
του Νεφθαλίμ, φυλή του πατρός μου, είχεν απομακρυνθή από τον ναόν και από την
πόλιν των Ιεροσολύμων, η οποία αυτή μόνη είχεν εκλεγή από όλας τας φυλάς του
Ισραήλ, δια να προσφέρουν εκεί θυσίας όλαι αι φυλαί. Εκεί είχεν αγιασθή και
καθιερωθή ο ναός, όπου κατεσκήνωσεν ο Υψιστος· και είχεν οικοδομηθή, δια να
χρησιμεύση ως ναός του εις όλους τους αιώνας.
Τωβ. 1,5 καὶ πᾶσαι αἱ φυλαὶ αἱ
συναποστᾶσαι ἔθυον τῇ Βάαλ τῇ δαμάλει καὶ ὁ οἶκος Νεφθαλὶμ τοῦ πατρός μου.
Τωβ. 1,5 Ολαι
όμως αι φυλαί, που είχαν αποστατήσει πλέον από τον Θεόν, προσέφεραν θυσίας στον
Βααλ στο άγαλμα της δαμάλεως. Μεταξύ δε αυτών των φυλών, που απεστάτησαν, ήτο
και η φυλή Νεφθαλίμ, του πατρός μου.
Τωβ. 1,6 κἀγὼ μόνος ἐπορευόμην
πλεονάκις εἰς Ἱεροσόλυμα ἐν ταῖς ἑορταῖς, καθὼς γέγραπται παντὶ τῷ Ἰσραὴλ ἐν
προστάγματι αἰωνίῳ, τὰς ἀπαρχὰς καὶ τὰς δεκάτας τῶν γεννημάτων καὶ τὰς πρωτοκουρίας
ἔχων·
Τωβ. 1,6 Εγώ
μόνος επήγαινα εις τα Ιεροσόλυμα πολλές φορές κατά τας εορτάς, όπως είναι
γραμμένον στον νόμον του Μωϋσέως, αιώνιον πρόσταγμα δι' όλους τους Ισραηλίτας.
Επήγαινα εκεί και έφερα μαζή μου τα πρωτογεννήματα, τα δέκατα από τα προϊόντα
μου και τα πρώτα ποκάρια από το κούρευμα των προβάτων μου.
Τωβ. 1,7 καὶ ἐδίδουν αὐτὰς τοῖς ἱερεῦσι
τοῖς υἱοῖς Ἀαρὼν πρὸς τὸ θυσιαστήριον πάντων τῶν γεννημάτων. τὴν δεκάτην ἐδίδουν
τοῖς υἱοῖς Λευὶ τοῖς θεραπεύουσιν εἰς Ἱερουσαλήμ, καὶ τὴν δευτέραν δεκάτην ἀπεπρατιζόμην
καὶ ἐπορευόμην καὶ ἐδαπάνων αὐτὰ ἐν Ἱεροσολύμοις καθ᾿ ἕκαστον ἐνιαυτόν.
Τωβ. 1,7 Τα
έδιδα στους ιερείς, τους απογόνους του Ααρών, δια να προσφερθούν ως θυσία στο
θυσιαστήριον, όπου προσεφέροντο αι θυσίαι όλων των προϊόντων. Και την μεν
πρώτην δεκάτην από τα προϊόντα μου παρέδιδα στους Λευίτας, οι οποίοι υπηρετούσαν
στον ναόν της Ιερουσαλήμ. Την δευτέραν δεκάτην επωλούσα και επορευόμουν ανά την
Ιερουσαλήμ και διέθετα το αντίτιμον αυτής δια τους πτωχούς, σύμφωνα με τον
νόμον του Θεού.
Τωβ. 1,8 καὶ τὴν τρίτην ἐδίδουν οἷς
καθήκει, καθὼς ἐνετείλατο Δεββώρα ἡ μήτηρ τοῦ πατρός μου, διότι ὀρφανὸς
κατελείφθην ὑπὸ τοῦ πατρός μου.
Τωβ. 1,8 Αλλά
και τρίτην δεκάτην έδιδα εις εκείνους που έπρεπε, σύμφωνα με την εντολήν της
Δεββώρας, της μητρός του πατρός μου. Ευρισκόμην δε εγώ υπό την καθοδήγησίν της,
διότι έμεινα ορφανός από πατέρα.
Τωβ. 1,9 καὶ ὅτε ἐγενόμην ἀνήρ, ἔλαβον
Ἄνναν γυναῖκα ἐκ τοῦ σπέρματος τῆς πατριᾶς ἡμῶν καὶ ἐγέννησα ἐξ αὐτῆς Τωβίαν.
Τωβ. 1,9 Οταν
έγινα ανήρ, επήρα ως σύζυγον την Αννα, η οποία κατήγετο από την φυλήν μας.
Εγέννησα δε εξ αυτής τον Τωβίαν.
Τωβ. 1,10 καὶ ὅτε ᾐχμαλωτίσθημεν εἰς
Νινευῆ, πάντες οἱ ἀδελφοί μου καὶ οἱ ἐκ τοῦ γένους μου ἤσθιον ἐκ τῶν ἄρτων τῶν ἐθνῶν·
Τωβ. 1,10 Οταν ηχμαλωτίσθημεν και ωδηγήθημεν δούλοι εις την
Νινευή, όλοι οι συγγενείς μου και οι άλλοι της αυτής φυλής έτρωγαν από τας
τροφάς των ειδωλολατρικών εθνών.
Τωβ. 1,11 ἐγὼ δὲ συνετήρησα τὴν ψυχήν
μου μὴ φαγεῖν,
Τωβ. 1,11 Εγώ όμως συνεκράτησα τον εαυτόν μου, ώστε να μη
φάγω από αυτάς,
Τωβ. 1,12 καθότι ἐμεμνήμην τοῦ Θεοῦ ἐν
ὅλῃ τῇ ψυχῇ μου.
Τωβ. 1,12 διότι είχα πάντοτε εις την μνήμην μου, με όλην
μου την ψυχήν, τον Θεόν μου.
Τωβ. 1,13 καὶ ἔδωκεν ὁ Ὕψιστος χάριν
καὶ μορφὴν ἐνώπιον Ἐνεμεσσάρου, καὶ ἤμην αὐτοῦ ἀγοραστής·
Τωβ. 1,13 Δια τούτο ο Υψιστος ηυδόκησεν, ώστε να εύρω και
να έχω χάριν και ευμένειαν ενώπιον του Ενεμεσσάρου. Εγινα προμηθευτής της
βασιλικής αυλής.
Τωβ. 1,14 καὶ ἐπορευόμην εἰς τὴν
Μηδίαν καὶ παρεθέμην Γαβαήλῳ τῷ ἀδελφῷ Γαβρία ἐν Ῥάγοις τῆς Μηδίας ἀργυρίου
τάλαντα δέκα.
Τωβ. 1,14 Μετέβην δε κάποτε εις την Μηδίαν και κατέθεσα
στον Γαβαήλον, τον συγγενή του Γαβρία, ο οποίος έμενεν εις Ραγους της Μηδίας,
δέκα αργυρά τάλαντα.
Τωβ. 1,15 Καὶ ὅτε ἀπέθανεν Ἐνεμεσσάρ, ἐβασίλευσε
Σενναχηρὶμ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ, καὶ αἱ ὁδοὶ αὐτοῦ ἠκαταστάθησαν, καὶ οὐκ ἔτι
ἠδυνάσθην πορευθῆναι εἰς τὴν Μηδίαν.
Τωβ. 1,15 Οταν απέθανεν ο Ενεμεσσάρ, έγινεν αντ' αυτού
βασιλεύς ο υιός του ο Σενναχηρίμ. Η στάσις του όμως απέναντι των Ισραηλιτών δεν
ήτο πλέον αγαθή, δια τούτο και εγώ δεν ημπόρεσα πλέον να μεταβώ εις την Μηδίαν.
Τωβ. 1,16 καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις Ἐνεμεσσάρου
ἐλεημοσύνας πολλὰς ἐποίουν τοῖς ἀδελφοῖς μου·
Τωβ. 1,16 Κατά την εποχήν του Ενεμεσσάρου έκαμνα πολλάς
ελεημοσύνας στους αδελφούς μου, τους συμπατριώτας μου.
Τωβ. 1,17 τοὺς ἄρτους μου ἐδίδουν τοῖς
πεινῶσι καὶ ἱμάτια τοῖς γυμνοῖς, καὶ εἴ τινα ἐκ τοῦ γένους μου ἐθεώρουν
τεθνηκότα καὶ ἐῤῥιμμένον ὀπίσω τοῦ τείχους Νινευῆ, ἔθαπτον αὐτόν.
Τωβ. 1,17 Εδιδα τρόφιμα στους πεινώντας και ενδύματα στους
γυμνούς. Εάν εύρισκα κανένα από το ισραηλιτικόν γένος νεκρόν, ριγμένον πίσω από
το τείχος της Νινευή, τον έθαπτον.
Τωβ. 1,18 καὶ εἴ τινα ἀπέκτεινε
Σενναχηρὶμ ὁ βασιλεύς, ὅτε ἦλθε φεύγων ἐκ τῆς Ἰουδαίας, ἔθαψα αὐτοὺς κλέπτων·
πολλοὺς γὰρ ἀπέκτεινεν ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ· καὶ ἐζητήθη ὑπὸ τοῦ βασιλέως τὰ
σώματα, καὶ οὐχ εὑρέθη.
Τωβ. 1,18 Και όσους ακόμη ο βασιλεύς Σενναχηρίμ εφόνευε,
όταν έφυγε εντροπιασμένος χωρίς στρατόν, και επέστρεψεν ωργισμένος από την
Ιουδαίαν, εγώ τους έθαπτον κρυφίως. Ο βασιλεύς αυτός είχεν επιστρέψει από την
Ιουδαίαν με μεγάλον θυμόν και πολλούς Ιουδαίους εθανάτωσε. Ετσι δε τα σώματα
των φονευομένων ανεζητήθησαν από τον βασιλέα, αλλά δεν ευρέθησαν.
Τωβ. 1,19 πορευθεὶς δὲ εἷς τῶν ἐν
Νινευῆ, ὑπέδειξε τῷ βασιλεῖ περὶ ἐμοῦ ὅτι θάπτω αὐτούς, καὶ ἐκρύβην· ἐπιγνοὺς δὲ
ὅτι ζητοῦμαι ἀποθανεῖν, φοβηθεὶς ἀνεχώρησα.
Τωβ. 1,19 Ενας όμως από τους κατοίκους της Νινευή με
εφανέρωσε στον βασιλέα ότι εγώ έθαπτα τους νεκρούς. Δια τούτο εγώ εκρύβην. Οταν
δε έμαθα ότι με ανεζήτουν, δια να με θανατώσουν, φοβηθείς ανεχώρησα από την
Νινευή.
Τωβ. 1,20 καὶ διηρπάγη πάντα τὰ ὑπάρχοντά
μου, καὶ οὐ κατελείφθη μοι οὐδὲν πλὴν Ἄννας τῆς γυναικός μου καὶ Τωβίου τοῦ υἱοῦ
μου.
Τωβ. 1,20 Τοτε ελεηλατήθησαν όλα τα υπάρχοντά μου και δεν
μου έμεινε τίποτε άλλο πλην της Αννης της συζύγου μου και του Τωβίου του υιού μου.
Τωβ. 1,21 καὶ οὐ διῆλθον ἡμέρας
πεντήκοντα, ἕως οὗ ἀπέκτειναν αὐτὸν οἱ δύο υἱοὶ αὐτοῦ καὶ ἔφυγον εἰς τὰ ὄρη Ἀραράθ,
καὶ ἐβασίλευσε Σαχερδονὸς υἱὸς αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἔταξεν Ἀχιάχαρον τὸν Ἀναὴλ
υἱὸν τοῦ ἀδελφοῦ μου ἐπὶ πᾶσαν τὴν ἐκλογιστίαν τῆς βασιλείας αὐτοῦ καὶ ἐπὶ πᾶσαν
τήν διοίκησιν.
Τωβ. 1,21 Δεν επέρασαν όμως παρά πεντήκοντα ημέραι και οι
δύο υιοί του βασιλέως εφόνευσαν τον πατέρα των και έφυγαν εις τα όρη Αραράθ.
Αντί δε αυτού εβασιλευσεν ο υιός του ο Σαχερδονός. Αυτός εγκατέστησε τον Αχιάχαρον,
υιόν του αδελφού μου Αναήλ, εις όλην την διαχείρισιν των οικονομικών της
βασιλείας του και εις γενικήν διοίκησιν.
Τωβ. 1,22 καὶ ἠξίωσεν Ἀχιάχαρος περὶ ἐμοῦ,
καὶ ἦλθον εἰς Νινευῆ. Ἀχιάχαρος δὲ ἦν ὁ οἰνοχόος καὶ ἐπὶ τοῦ δακτυλίου καὶ
διοικητὴς καὶ ἐκλογιστής, καὶ κατέστησεν αὐτὸν ὁ Σαχερδονὸς ἐκ δευτέρας· ἦν δὲ ἐξάδελφός
μου.
Τωβ. 1,22 Αυτός, ο Αχιάχαρος, έκαμε διάβημα προς τον
βασιλέα περί εμού και επέστρεψα εις την Νινευή. Ο Αχιάχαρος ήτο οινοχόος του
βασιλέως, έφερεν στο χέρι του το επίσημον δακτυλίδι, ήτο γενικός διοικητής και
γενικός διαχειριστής. Τον εγκατέστησε δε ο Σαχερδονός εις τας θέσεις αυτάς ως
δεύτερον μετά τον εαυτόν του. Ο Αχιάχαρος λοιπόν αυτός ήτο ανεψιός μου.
ΤΩΒΙΤ 2
Τωβ. 2,1 Ὅτε δὲ κατῆλθον εἰς τὸν οἶκόν
μου καὶ ἀπεδόθη μοι Ἄννα ἡ γυνή μου, καὶ Τωβίας ὁ υἱός μου, ἐν τῇ πεντηκοστῇ ἑορτῇ,
ἥ ἐστιν ἁγία ἑπτὰ ἑβδομάδων, ἐγενήθη ἄριστον καλόν μοι, καὶ ἀνέπεσα τοῦ φαγεῖν.
Τωβ. 2,1 Οταν
επανήλθα στο σπίτι μου, μου απεδόθη η σύζυγός μου η Αννα και ο υιός μου ο
Τωβίας. Κατά την εορτήν της Πεντηκοστής, εορτήν που γίνεται επτά εβδομάδας μετά
το Πασχα, παρεκαθήσαμεν εις ένα πλούσιον γεύμα. Ανεκλίθην εις την χαμηλήν
κλίνην, δια να φάγω.
Τωβ. 2,2 καὶ ἐθεασάμην ὄψα πολλὰ καὶ
εἶπα τῷ υἱῷ μου· βάδισον καὶ ἄγαγε ὃν ἂν εὕρῃς τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν ἐνδεῆ, ὃς
μέμνηται τοῦ Κυρίου, καὶ ἰδοὺ μένω σε.
Τωβ. 2,2 Παρετήρησα
όμως ότι ήσαν πολλά τα παρατεθέντα φαγητά και είπα στο παιδί μου· Πηγαινε εξω
και φέρε εδώ όποιον πτωχόν θα εύρης εκ των αδελφών μας των Ισραηλιτών, ο οποίος
μένει πιστός στον Κυριον. Ιδού εγώ σε περιμένω.
Τωβ. 2,3 καὶ ἐλθὼν εἶπε· πάτερ, εἷς
ἐκ τοῦ γένους ἡμῶν ἐστραγγαλωμένος ἔῤῥιπται ἐν τῇ ἀγορᾷ.
Τωβ. 2,3 Ο
υιός μου επέστρεψε και είπε· “Πατερ, υπάρχει ένας από το γένος μας,
στραγγαλισμένος όμως και ριγμένος εις την αγοράν”.
Τωβ. 2,4 κἀγὼ πρὶν ἢ γεύσασθαί με, ἀναπηδήσας
ἀνειλόμην αὐτὸν εἴς τι οἴκημα, ἕως οὗ ἔδυ ὁ ἥλιος.
Τωβ. 2,4 Εγώ
πριν αρχίσω να δοκιμάζω το φαγητόν μου, ανεπήδησα από την θέσιν μου, επήγα, τον
επήρα, τον έβαλα σε κάποιο οίκημα, έως ότου εβασίλεψεν ο ήλιος.
Τωβ. 2,5 καὶ ἐπιστρέψας ἐλουσάμην
καὶ ἤσθιον τὸν ἄρτον μου ἐν λύπῃ·
Τωβ. 2,5 Επέστρεψα
στο σπίτι, επλύθηκα και έτρωγα το φάγητόν μου λυπημένος.
Τωβ. 2,6 καὶ ἐμνήσθην τῆς
προφητείας Ἀμώς, καθὼς εἶπε· στραφήσονται αἱ ἑορταὶ ὑμῶν εἰς πένθος καὶ πᾶσαι αἱ
εὐφροσύναι ὑμῶν εἰς θρῆνον,
Τωβ. 2,6 Τοτε
ενεθυμήθην την προφητείαν του Αμώς, ο οποίος είχεν είπει “αι εορταί σας θα
μεταστραφούν εις πένθος και ότι όλαι αι ευφροσύναι σας θα μεταβληθούν εις
θρήνον”.
Τωβ. 2,7 καὶ ἔκλαυσα. καὶ ὅτε ἔδυ ὁ
ἥλιος, ᾠχόμην καὶ ὀρύξας ἔθαψα αὐτόν.
Τωβ. 2,7 Εκλαυσα
τότε. Οταν δε εβασιλευσεν ο ήλιος, επήγα, ήνοιξα τάφον και έθαψα εκείνον.
Τωβ. 2,8 καὶ οἱ πλησίον ἐπεγέλων
λέγοντες· οὐκ ἔτι φοβεῖται φονευθῆναι περὶ τοῦ πράγματος τούτου, καὶ ἀπέδρα, καὶ
ἰδοὺ πάλιν θάπτει τοὺς νεκρούς.
Τωβ. 2,8 Οι
γύρω μου άνθρωποι με ενέπαιζον και έλεγαν μεταξύ των· “Παλιν δεν φοβείται,
μήπως φονευθή δια το έργον αυτό που κάνει. Δια το ίδιον έργον άλλοτε
εδραπέτευσε, δια να αποφύγη την καταδίκην. Και ιδού, πάλιν θάπτει τους
νεκρούς”.
Τωβ. 2,9 καὶ ἐν αὐτῇ τῇ νυκτὶ ἀνέλυσα
θάψας καὶ ἐκοιμήθην μεμιαμμένος παρὰ τὸν τοῖχον τῆς αὐλῆς, καὶ τὸ πρόσωπόν μου ἀκάλυπτον
ἦν.
Τωβ. 2,9 Κατά
την νύκτα αυτήν, αφού έθαψα εκείνον, επέστρεψα στο σπίτι μου. Επειδή όμως
ήμουν, σύμφωνα με τον νόμον του Μωυσέως, ακάθαρτος, δεν εισήλθον στον οίκον
μου, αλλά εκοιμήθην πλησίον του τοίχου της αυλής. Το πρόσωπόν μου το είχα
ακάλυπτον.
Τωβ. 2,10 καὶ οὐκ ᾔδειν ὅτι στρουθία ἐν
τῷ τοίχῳ ἐστί, καὶ τῶν ὀφθαλμῶν μου ἀνεῳγότων, ἀφώδευσαν τὰ στρουθία θερμὸν εἰς
τοὺς ὀφθαλμούς μου, καὶ ἐγενήθη λευκώματα ἐν τοῖς ὀφθαλμοῖς μου. καὶ ἐπορεύθην
πρὸς ἰατρούς, καὶ οὐκ ὠφέλησάν με· Ἀχιάχαρος δὲ ἔτρεφέ με, ἕως οὗ ἐπορεύθην εἰς
τὴν Ἐλυμαΐδα.
Τωβ. 2,10 Δεν εγνώριζα δε ότι στον τοίχον εκείνον υπήρχον
στρουθία. Και την στιγμήν που είχα ανοίξει τα μάτια μου, τα στρουθία αφήκαν να
πέση θερμή η ακαθαρσία των επάνω στους οφθαλμούς μου. Και οι οφθαλμοί μου
έπαθαν λευκώματα. Επήγα στους ιατρούς, αλλά ματαίως. Τιποτε δεν με ωφέλησαν.
Κατά το διάστημα της τυφλώσεώς μου με διέτρεφεν ο Αχιάχαρος, έως ότου μετέβην
εις την Ελυμαΐδα.
Τωβ. 2,11 καὶ ἡ γυνή μου Ἄννα ἠριθεύετο
ἐν τοῖς γυναικείοις·
Τωβ. 2,11 Η σύζυγός μου η Αννα ησχολείτο με γυναικείας
εργασίας.
Τωβ. 2,12 καὶ ἀπέστελλε τοῖς κυρίοις,
καὶ ἀπέδωκαν αὐτῇ καὶ αὐτοὶ τὸν μισθὸν προσδόντες καὶ ἔριφον.
Τωβ. 2,12 Εστελλε δε και επωλούσε τα προϊόντα της εργασίας
της στους εμπόρους. Εκείνοι δε της έδιδαν το αντίτιμον της εργασίας της. Καποτε
της έδωσαν επί πλέον ως δώρον ένα ερίφιον.
Τωβ. 2,13 ὅτε δὲ ἦλθε πρός με, ἤρξατο
κράζειν· καὶ εἶπα αὐτῇ· πόθεν τὸ ἐρίφιον; μὴ κλεψιμαῖόν ἐστιν; ἀπόδος αὐτὸ τοῖς
κυρίοις· οὐ γὰρ θεμιτόν ἐστι φαγεῖν κλεψιμαῖον.
Τωβ. 2,13 Οταν δε αυτή ήλθε κοντά μου, το ερίφιον ήρχισε να
βελάζη. Τοτε της είπα· από που προέρχεται το ερίφιον; Μηπως είναι από κλεψιά;
Να το επιστρέψης στους κυρίους του, διότι δεν επιτρέπεται να φάγωμεν
κλοπιμαίον.
Τωβ. 2,14 ἡ δὲ εἶπε· δῶρον δέδοταί μοι
ἐπὶ τῷ μισθῷ. καὶ οὐκ ἐπίστευον αὐτῇ καὶ ἔλεγον ἀποδιδόναι αὐτὸ τοῖς κυρίοις
καί ἠρυθρίων πρὸς αὐτήν· ἡ δὲ ἀποκριθεῖσα εἶπέ μοι· ποῦ εἰσιν αἱ ἐλεημοσύναι
σου καὶ αἱ δικαιοσύναι σου; ἰδοὺ γνωστὰ πάντα μετὰ σοῦ.
Τωβ. 2,14 Εκείνη είπε· “Είναι δώρον, το οποίον μου έχει
δοθήεπί πλέον από τον μισθόν μου”. Δεν επίστευα όμως εις αυτήν και της έλεγα να
το επιστρέψη στους κυρίους του. Είχα δε κοκκινίσει από τα μαλλώματα προς την
σύζυγόν μου. Και εκείνη πικραμμένη από τας υποψίας μου απεκρίθη και μου είπε·
“που είναι αι ελεημοσύναι σου και αι άλλαι δίκαιαι πράξεις σου; Ιδού, και συ
και τα έργα σου είναι γνωστά”.
ΤΩΒΙΤ 3
Τωβ. 3,1 Καὶ λυπηθεὶς ἔκλαυσα καὶ
προσευξάμην μετ᾿ ὀδύνης λέγων·
Τωβ. 3,1 Ελυπήθην
από τα λόγια της γυναικός μου, έκλαυσα και προσηυχήθην με μεγάλην οδύνην λέγων·
Τωβ. 3,2 δίκαιος εἶ, Κύριε, καὶ
πάντα τὰ ἔργα σου καὶ πᾶσαι αἱ ὁδοί σου ἐλεημοσύναι καὶ ἀλήθεια, καὶ κρίσιν ἀληθινὴν
καὶ δικαίαν σὺ κρίνεις εἰς τὸν αἰῶνα.
Τωβ. 3,2 Δικαιος
είσαι, Κυριε, και όλοι οι τρόποι της ενεργείας σου είναι ελεημοσύναι και
αλήθεια. Συ πάντοτε κρίνεις αληθινήν και δικαίαν κρίσιν.
Τωβ. 3,3 μνήσθητί μου καὶ ἐπίβλεψον
ἐπ᾿ ἐμέ· μή με ἐκδικήσῃς ταῖς ἁμαρτίαις μου καὶ τοῖς ἀγνοήμασί μου καὶ τῶν
πατέρων μου, ἃ ἥμαρτον ἐνώπιόν σου·
Τωβ. 3,3 Μνήσθητί
μου, λοιπόν, Κυριε, και ρίψε ένα σπλαγχνικόν βλέμμα σου εις εμέ. Μη με
τιμωρήσης τόσον δια τας αμαρτίας τας οποίας έκαμα εν γνώσει, όσον και δια τας
εξ αγνοίας, όπως επίσης και δια τας αμαρτίας των προγόνων μου, οίτινες
ημάρτησαν απέναντί σου.
Τωβ. 3,4 παρήκουσαν γὰρ τῶν ἐντολῶν
σου, καὶ ἔδωκας ἡμᾶς εἰς διαρπαγὴν καὶ αἰχμαλωσίαν καὶ θάνατον καὶ παραβολὴν ὀνειδισμοῦ
πᾶσι τοῖς ἔθνεσιν, ἐν οἷς ἐσκορπίσμεθα.
Τωβ. 3,4 Διότι
αυτοί παρήκουσαν τας εντολάς σου και παρέδωκες ημάς εις λεηλασίαν και
αιχμαλωσίαν και θάνατον και εις ονειδισμόν μεταξύ όλων των εθνών, εν μέσω των
οποίων είμεθα διασκορπισμένοι
Τωβ. 3,5 καὶ νῦν πολλαὶ αἱ κρίσεις
σού εἰσι καὶ ἀληθιναὶ ἐξ ἐμοῦ ποιῆσαι περὶ τῶν ἁμαρτιῶν μου καὶ τῶν πατέρων
μου, ὅτι οὐκ ἐποιήσαμεν τὰς ἐντολάς σου· οὐ γὰρ ἐπορεύθημεν ἐν ἀληθείᾳ ἐνώπιόν
σου.
Τωβ. 3,5 Και
τώρα, Κυριε, ομολογώ, ότι πολλαί, αλλά και δίκαιαι, είναι αι τιμωρίαι σου
εναντίον εμού, ένεκα των ιδικών μου αμαρτιών και των αμαρτιών των προγόνων μου,
διότι δεν ετηρήσαμεν τας εντολάς σου. Δεν επορεύθημεν κατά αλήθειαν ενώπιόν
σου.
Τωβ. 3,6 καὶ νῦν κατὰ τὸ ἀρεστὸν ἐνώπιόν
σου ποίησον μετ᾿ ἐμοῦ· ἐπίταξον ἀναλαβεῖν τὸ πνεῦμά μου, ὅπως ἀπολυθῶ καὶ
γένωμαι γῆ· διότι λυσιτελεῖ μοι ἀποθανεῖν ἢ ζῆν, ὅτι ὀνειδισμοὺς ψευδεῖς ἤκουσα,
καὶ λύπη ἐστὶ πολλὴ ἐν ἐμοί· ἐπίταξον ἀπολυθῆναί με τῆς ἀνάγκης ἤδη εἰς τὸν αἰώνιον
τόπον, μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπ᾿ ἐμοῦ.
Τωβ. 3,6 Και
τώρα κάμε, Κυριε, εις εμέ ο,τι εις σε φαίνεται αρεστόν. Διάταξε να αναλάβουν
την ψυχήν μου, δια να απαλλαγώ από το σώμα, και το σώμα τούτο να γίνη χώμα.
Διότι είναι ωφελιμώτερον δι' εμέ να αποθάνω παρά να ζω, αφού τόσους ψευδείς
χλευασμούς ήκουσα και μεγάλη λύπη έχει καταλάβει την ψυχήν μου. Διάταξε,
λοιπόν, να λυτρωθώ δια του θανάτου από την θλίψιν αυτήν και να μεταβώ στον
αιώνιον τόπον. Μη αποστρέψης, Κυριε, το πρόσωπόν σου από εμέ.
Τωβ. 3,7 Ἐν τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ συνέβη τῇ
θυγατρὶ Ῥαγουὴλ Σάῤῥᾳ ἐν Ἐκβατάνοις τῆς Μηδίας καὶ ταύτην ὀνειδισθῆναι ὑπὸ
παιδισκῶν πατρὸς αὐτῆς,
Τωβ. 3,7 Κατά
την ημέραν εκείνην, η θυγάτηρ του Ραγουήλ η Σαρρα, η οποία έμενεν εις τα
Εκβάτανα της Μηδίας, συνέβη να χλευασθή από μερικάς από τας δούλας του πατρός
της.
Τωβ. 3,8 ὅτι ἦν δεδομένη ἀνδράσιν ἑπτά,
καὶ Ἀσμοδαῖος τὸ πονηρὸν δαιμόνιον ἀπέκτεινεν αὐτοὺς πρὶν ἢ γενέσθαι αὐτοὺς μετ᾿
αὐτῆς ὡς ἐν γυναιξί. καὶ εἶπαν αὐτῇ· οὐ συνιεῖς ἀποπνίγουσά σου τοὺς ἄνδρας; ἤδη
ἑπτὰ ἔσχες καὶ ἑνὸς αὐτῶν οὐκ ὠνομάσθης·
Τωβ. 3,8 Διότι
η Σαρρα είχε δοθή διαδοχικώς ως σύζυγος εις επτά άνδρας, αλλά ο Ασμοδαίος, το
πονηρόν πνεύμα, τους εφόνευεν πριν εκείνοι έλθουν εις ένωσιν με αυτήν ως προς
σύζυγον. Ελεγαν, δηλαδή, αι δούλαι αύταί προς αυτήν· “δεν εννοείς και δεν
συναισθάνεσαι το κακόν, το οποίον κάνεις που γίνεσαι αφορμή να φονεύωνται οι
άνδρες; Εως τώρα επτά συζύγους επήρες και ούτε ενός εξ αυτών δεν επήρες το
όνομα.
Τωβ. 3,9 τί ἡμᾶς μαστιγοῖς; εἰ ἀπέθαναν,
βάδιζε μετ᾿ αὐτῶν· μὴ ἴδοιμέν σου υἱὸν ἢ θυγατέρα εἰς τὸν αἰῶνα.
Τωβ. 3,9 Διατί
μας μαστιγώνεις; Αφού εκείνοι εφονεύθησαν από το πονηρόν πνεύμα, πήγαινε και συ
μαζή των. Ποτέ στον αιώνα τον άπαντα να μη ίδωμεν ιδικόν σου υιόν η θυγατέρα!”
Τωβ. 3,10 ταῦτα ἀκούσασα ἐλυπήθη
σφόδρα ὥστε ἀπάγξασθαι. καὶ εἶπε· μία μέν εἰμι τῷ πατρί μου· ἐὰν ποιήσω τοῦτο, ὄνειδος
αὐτῷ ἔσται, καὶ τὸ γῆρας αὐτοῦ κατάξω μετ᾿ ὀδύνης εἰς ᾅδου.
Τωβ. 3,10 Οταν εκείνη ήκουσε τα λόγια αυτά, εκυριεύθη από
πολύ μεγάλην λύπην, ώστε εσκέφθη να απαγχονισθή. Εσκέφθη λογικώτερα όμως και
είπεν· “εγώ μία και μονογενής θυγάτηρ είμαι στον πατέρα μου. Εάν κάμω αυτό το
οποίον εσκέφθην, μεγάλο όνειδος θα πέση επάνω εις αυτόν. Και θα κρημνίσω τα
γηρατεία του με πολλήν οδύνην στον άδην”.
Τωβ. 3,11 καὶ ἐδεήθη πρὸς τῇ θυρίδι καὶ
εἶπεν· εὐλογητὸς εἶ, Κύριε ὁ Θεός μου, καὶ εὐλογητὸν τὸ ὄνομά σου τὸ ἅγιον καὶ ἔντιμον
εἰς τοὺς αἰῶνας· εὐλογήσαισάν σε πάντα τὰ ἔργα σου εἰς τὸν αἰῶνα.
Τωβ. 3,11 Εβγήκεν εις την θύραν της οικίας της, ύψωσεν εις
θερμήν προσευχήν τα μάτια της προς τον ουρανόν και είπεν· “Δοξασμένος είσαι,
συ, Κυριε ο Θεός μου, και ευλογημένον και δοξασμένον ας είναι το όνομά σου το
άγιον στους αιώνας των αιώνων. Ολα τα έργα σου ας αναπέμπουν δόξαν και ύμνον
προς σε στον αιώνα.
Τωβ. 3,12 καὶ νῦν, Κύριε, τοὺς ὀφθαλμούς
μου καὶ τὸ πρόσωπόν μου εἰς σὲ δέδωκα·
Τωβ. 3,12 Και τώρα, Κυριε, στρέφω το πρόσωπόν μου προς σε
και προς σε υψώνω τους οφθαλμούς μου.
Τωβ. 3,13 εἰπὸν ἀπολῦσαί με ἀπὸ τῆς γῆς
καὶ μὴ ἀκοῦσαί με μηκέτι ὀνειδισμόν.
Τωβ. 3,13 Εσκέφθηκα να αυτοκτονήσω, δια να φύγω από τον
κόσμον αυτόν, ώστε να μη ακούω πλέον τους ονειδισμούς αυτούς εις βάρος μου.
Τωβ. 3,14 σὺ γινώσκεις, Κύριε, ὅτι
καθαρά εἰμι ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας ἀνδρὸς
Τωβ. 3,14 Συ, Κυριε, γνωρίζεις ότι είμαι καθαρά και
αμόλυντος από κάθε αμαρτίαν εξ επαφής με άνδρα.
Τωβ. 3,15 καὶ οὐκ ἐμόλυνα τὸ ὄνομά μου
οὐδὲ τὸ ὄνομα τοῦ πατρός μου ἐν τῇ γῇ τῆς αἰχμαλωσίας μου. μονογενής εἰμι τῷ
πατρί μου, καὶ οὐχ ὑπάρχει αὐτῷ παιδίον, ὃ κληρονομήσει αὐτόν, οὐδὲ ἀδελφὸς ἐγγὺς
οὐδὲ ὑπάρχων αὐτῷ υἱός, ἵνα συντηρήσω ἐμαυτὴν αὐτῷ γυναῖκα. ἤδη ἀπώλοντό μοι ἑπτά·
ἵνα τί μοι ζῆν; καὶ εἰ μὴ δοκεῖ σοι ἀποκτεῖναί με, ἐπίταξον ἐπιβλέψαι ἐπ᾿ ἐμὲ
καὶ ἐλεῆσαί με καὶ μηκέτι ἀκοῦσαί με ὀνειδισμόν.
Τωβ. 3,15 Δεν εμόλυνα το όνομά μου ούτε το όνομα του πατρός
μου εις την χώραν αυτήν της αιχμαλωσίας μου. Γνωρίζεις, Κυριε, ότι είμαι
μονογενής θυγάτηρ στον πατέρα μου και δεν έχει αυτός άλλο παιδί, το όποιον θα
τον κληρονομήση. Δεν έχει δε άλλον στενόν συγγενή η υιόν στενού συγγενούς του,
ώστε να δώσω τον εαυτόν μου εις εκείνον ως σύζυγον. Ως τώρα έχουν χαθή, Κυριε,
επτά άνδρες μου. Διατί πλέον να ζω; Εάν δεν είναι αρεστόν εις σέ, Κυριε, να με
πάρης από τον κόσμον αυτόν, δώσε εις κάποιον ευμενή διάθεσιν δι' εμέ και να με
ελεήση, ώστε να λάβω αυτόν ως σύζυγον, δια να μη ακούω πλέον τους ονειδισμούς
αυτούς”.
Τωβ. 3,16 Καὶ εἰσηκούσθη προσευχὴ ἀμφοτέρων
ἐνώπιον τῆς δόξης τοῦ μεγάλου Ῥαφαήλ,
Τωβ. 3,16 Η προσευχή και των δύο, του Τωβίτ και της Σαρρας,
έγινε δεκτή ενώπιον του ενδόξου και μεγάλου Ραφαήλ.
Τωβ. 3,17 καὶ ἀπεστάλη ἰάσασθαι τοὺς
δύο, τοῦ Τωβὶτ λεπίσαι τὰ λευκώματα καὶ Σάῤῥαν τὴν τοῦ Ῥαγουὴλ δοῦναι Τωβίᾳ τῷ
υἱῷ Τωβὶτ γυναῖκα καὶ δῆσαι Ἀσμοδαῖον τὸ πονηρὸν δαιμόνιον, διότι Τωβίᾳ ἐπιβάλλει
κληρονομῆσαι αὐτήν. ἐν αὐτῷ τῷ καιρῷ ἐπιστρέψας Τωβὶτ εἰσῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ
καὶ Σάῤῥα ἡ τοῦ Ῥαγουὴλ κατέβη ἐκ τοῦ ὑπερῴου αὐτῆς.
Τωβ. 3,17 Απεστάλη παρά του Θεού εκ του ουρανού ο Ραφαήλ,
δια να εκπληρώση τα αιτήματα και των δύο. Του μεν Τωβίτ να θεραπεύση τα
λευκώματα των οφθαλμών του, και να καθαρίση αυτούς από τα λέπια, εις δε την
Σαρραν, την θυγατέρα του Ραγουήλ, να δώση ως σύζυγον τον Τωβίαν τον υιόν του
Τωβίτ, και να δέση το κακοποιόν πνεύμα, τον Ασμοδαίον. Αλλωστε στον Τωβίαν ήτο
δίκαιον να δοθή ως σύζυγος και κληρονομία η Σαρρα. Κατά την αυτήν ώραν ο μεν
Τωβίτ επέστρεψε και εισήλθεν εις την οικίαν του, η δε Σαρρα, η κόρη του
Ραγουήλ, κατέβη από το υπερώον της.
ΤΩΒΙΤ 4
Τωβ. 4,1 Ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνη ἐμνήσθη
Τωβὶτ περὶ τοῦ ἀργυρίου, οὗ παρέθετο Γαβαὴλ ἐν Ῥάγοις τῆς Μηδίας,
Τωβ. 4,1 Κατά
την ημέραν εκείνην, που συνέβησαν τα γεγονότα αυτά, ενεθυμήθη ο Τωβίτ τα
χρήματα, τα οποία είχε παραδώσει στον Γαβαήλ, ο οποίος έμενεν στους Ραγους της
Μηδίας.
Τωβ. 4,2 καὶ εἶπεν ἐν ἑαυτῷ· ἐγὼ ᾐτησάμην
θάνατον, τί οὐ καλῶ Τωβίαν τὸν υἱόν μου, ἵνα αὐτῷ ὑποδείξω πρὶν ἀποθανεῖν με;
Τωβ. 4,2 Ο
Τωβίτ εσκέφθη και είπεν στον εαυτόν του· Εγώ παρεκάλεσα τον Θεόν να με πάρη από
τον κόσμον αυτόν. Διατί, πριν πεθάνω, δεν καλώ τον υιόν μου τον Τωβίαν, να του
φανερώσω την υπόθεσιν των χρημάτων αυτών;
Τωβ. 4,3 καὶ καλέσας αὐτὸν εἶπε·
παιδίον, ἐὰν ἀποθάνω, θάψον με, καὶ μὴ ὑπερίδῃς τὴν μητέρα σου· τίμα αὐτὴν
πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου καὶ ποίει τὸ ἀρεστὸν αὐτῇ καὶ μὴ λυπήσῃς αὐτήν.
Τωβ. 4,3 Εκάλεσε,
λοιπόν, αυτόν και του είπε· “Παιδί μου, όταν αποθάνω, να με θάψης· και πρόσεχε,
να μη καταφρονήσης και παραμελήσης την μητέρα σου. Να τιμάς αυτήν όλας τας
ημέρας της ζωής σου και να πράττης το ευάρεστον εις αυτήν. Ποτέ να μη την
λυπήσης.
Τωβ. 4,4 μνήσθητι, παιδίον, ὅτι
πολλοὺς κινδύνους ἑώρακεν ἐπὶ σοὶ ἐν τῇ κοιλίᾳ· ὅταν ἀποθάνῃ, θάψον αὐτὴν παρ᾿ ἐμοὶ
ἐν ἑνὶ τάφῳ.
Τωβ. 4,4 Θυμήσου,
παιδί μου, ότι πολλούς κινδύνους επέρασε δια σέ, όταν ακόμη σε είχεν εν τη
κοιλία της. Οταν αποθάνη, θάψε την κοντά μου στον ίδιον τάφον.
Τωβ. 4,5 πάσας τὰς ἡμέρας, παιδίον,
Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν μνημόνευε καὶ μὴ θελήσῃς ἁμαρτάνειν καὶ παραβῆναι τὰς ἐντολὰς
αὐτοῦ. δικαιοσύνην ποίει πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου καὶ μὴ πορευθῇς ταῖς ὁδοῖς
τῆς ἀδικίας·
Τωβ. 4,5 Παιδί
μου, όλας τας ημέρας της ζωής σου να ενθυμήσαι Κυριον τον Θεόν μας. Μη θελήσης
ποτέ να διαπράξης αμαρτίαν και να παραβής τας εντολάς αυτού. Ολας τας ημέρας
της ζωής σου να πράττης το δίκαιον και το ορθόν. Ποτέ δε να μη βαδίσης τους
δρόμους της αδικίας.
Τωβ. 4,6 διότι ποιοῦντός σου τὴν ἀλήθειαν,
εὐοδίαι ἔσονται ἐν τοῖς ἔργοις σου καὶ πᾶσι τοῖς ποιοῦσι τὴν δικαιοσύνην.
Τωβ. 4,6 Διότι,
όταν συ πράττης το αληθές, το σύμφωνον προς τας εντολάς του Κυρίου, θα
κατευοδώνωνται τα έργα σου, όπως και όλων εκείνων οι οποίοι εφαρμόζουν
δικαιοσύνην.
Τωβ. 4,7 ἐκ τῶν ὑπαρχόντων σοι
ποίει ἐλεημοσύνην, καὶ μὴ φθονεσάτω σου ὁ ὀφθαλμὸς ἐν τῷ ποιεῖν σε ἐλεημοσύνην·
μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ παντὸς πτωχοῦ, καὶ ἀπὸ σοῦ οὐ μὴ ἀποστραφῇ τὸ
πρόσωπον τοῦ Θεοῦ.
Τωβ. 4,7 Από
τα υπάρχοντά σου δίδε ελεημοσύνην. Μη στενοχωρηθή και μη λυπηθή το μάτι σου,
όταν πράττης ελεημοσύνην. Μη γυρίσης αλλού το πρόσωπόν σου από κάθε πτωχόν τότε
δε και το πρόσωπον του Θεού δεν θα αποστραφή ποτέ από σέ.
Τωβ. 4,8 ὡς σοὶ ὑπάρχει κατὰ τὸ πλῆθος,
ποίησον ἐξ αὐτῶν ἐλεημοσύνην· ἐὰν ὀλίγον σοι ὑπάρχῃ, κατὰ τὸ ὀλίγον μὴ φοβοῦ
ποιεῖν ἐλεημοσύνην·
Τωβ. 4,8 Ανάλογα
με τα αγαθά, τα οποία έχεις, κάμνε ελεημοσύνην. Εάν έχης ολίγα, από τα ολίγα
αυτά μη φοβηθής να ελεήσης.
Τωβ. 4,9 θέμα γὰρ ἀγαθὸν
θησαυρίζεις σεαυτῷ εἰς ἡμέραν ἀνάγκης·
Τωβ. 4,9 Διότι
έχε υπ' όψιν σου ότι, όταν κάμνης ελεημοσύνην, καταθέτεις πλούσιον θησαυρόν δια
τον εαυτόν σου εις ημέρας ανάγκης σου.
Τωβ. 4,10 διότι ἐλεημοσύνη ἐκ θανάτου ῥύεται
καὶ οὐκ ἐᾷ εἰσελθεῖν εἰς τὸ σκότος·
Τωβ. 4,10 Διότι η ελεημοσύνη γλυτώνει τον άνθρωπον από τον
αιώνιον θάνατον και δεν τον αφήνει να εισέλθη και να μείνη στο σκότος του άδου.
Τωβ. 4,11 δῶρον γὰρ ἀγαθόν ἐστιν ἐλεημοσύνη
πᾶσι τοῖς ποιοῦσιν αὐτὴν ἐνώπιον τοῦ Ὑψίστου.
Τωβ. 4,11 Είναι δώρον αγαθόν η ελεημοσύνη δι' όλους
εκείνους, οι οποίοι την ασκούν ενώπιον του υψίστου Θεού και εις δόξαν του Θεού.
Τωβ. 4,12 πρόσεχε σεαυτῷ, παιδίον, ἀπὸ
πάσης πορνείας καὶ γυναῖκα πρῶτον λάβε ἀπὸ τοῦ σπέρματος τῶν πατέρων σου· μὴ
λάβῃς γυναῖκα ἀλλοτρίαν, ἣ οὐκ ἔστιν ἐκ τῆς φυλῆς τοῦ πατρός σου, διότι υἱοὶ
προφητῶν ἐσμεν. Νῶε, Ἁβραάμ, Ἰσαάκ, Ἰακώβ, οἱ πατέρες ἡμῶν ἀπὸ τοῦ αἰῶνος·
μνήσθητι, παιδίον, ὅτι αὐτοὶ πάντες ἔλαβον γυναῖκας ἐκ τῶν ἀδελφῶν αὐτῶν καὶ εὐλογήθησαν
ἐν τοῖς τέκνοις αὐτῶν, καὶ τὸ σπέρμα αὐτῶν κληρονομήσει γῆν.
Τωβ. 4,12 Πρόσεχε, παιδί μου, τον εαυτόν σου από κάθε
παρνείαν. Σου δίδω μίαν πρωταρχικής σπουδαιότητας συμβουλήν· να λάβης ως
σύζυγόν σου γυναίκα από τους απογόνους των προγόνων σου. Μη πάρης σύζυγον
αλλόθρησκον και αλλοεθνή, η οποία δεν ανήκει εις την φυλήν του πατρός σου.
Διότι ημείς είμεθα τέκνα των προφητών. Ο Νώε, ο Αβραάμ, ο Ισαάκ, ο Ιακώβ, είναι
οι από αρχαιοτάτων χρόνων ευλογημένοι πρόγονοί μας. Ενθυμήσου, παιδί μου, ότι
αυτοί όλοι επήραν συζύγους από τους ομοεθνείς των. Και είδαν πλουσίας τας
ευλογίας του Θεού εις τα τέκνα των, οι δε απόγονοί των θα κληρονομήσουν την
γην.
Τωβ. 4,13 καὶ νῦν, παιδίον, ἀγάπα τοὺς
ἀδελφούς σου καὶ μὴ ὑπερηφανεύου τῇ καρδίᾳ σου ἀπὸ τῶν ἀδελφῶν σου καὶ τῶν υἱῶν
καὶ θυγατέρων τοῦ λαοῦ σου λαβεῖν σεαυτῷ ἐξ αὐτῶν γυναῖκα· διότι ἐν τῇ ὑπερηφανίᾳ
ἀπώλεια καὶ ἀκαταστασία πολλή, καὶ ἐν τῇ ἀχρειότητι ἐλάττωσις καὶ ἔνδεια μεγάλη·
ἡ γὰρ ἀχρειότης μήτηρ ἐστὶ τοῦ λιμοῦ.
Τωβ. 4,13 Και τώρα, παιδί μου, άκουσε και αυτήν την
συμβουλήν μου. Να αγαπάς τους ομοεθνείς σου. Να μη αλαζονευθής εις την καρδίαν
σου απέναντι των αδελφών σου και των υιών και των θυγατέρων του λαού σου, ώστε
να μη καταδεχθής να λάβης σύζυγον από τας θυγατέρας του λαού. Διότι μέσα εις
την υπερηφάνειαν υπάρχει ο όλεθρος και πολλή αναστάτωσις, μέσα δε εις την
ράθυμον και απράγμονα ζωήν υπάρχει ξεπεσμός και μεγάλη φτώχεια, διότι η ραθυμία
και η τεμπελιά είναι η μητέρα της πείνας.
Τωβ. 4,14 μισθὸς παντὸς ἀνθρώπου, ὃς ἐὰν
ἐργάσηται παρὰ σοί, μὴ αὐλισθήτω, ἀλλ᾿ ἀπόδος αὐτῷ παραυτίκα, καὶ ἐὰν δουλεύσῃς
τῷ Θεῷ, ἀποδοθήσεταί σοι. πρόσεχε σεαυτῷ, παιδίον, ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις σου καὶ ἴσθι
πεπαιδευμένος ἐν πάσῃ ἀναστροφῇ σου.
Τωβ. 4,14 Μη κρατήσης, έστω και επί ολίγον χρόνον, τον
μισθόν παντός ανθρώπου, ο οποίος θα εργασθή εις την υπηρεσίαν σου, αλλά να του
τον αποδώσης αμέσως. Ετσι δε και ο Θεός θα αποδώση εις σε τον μισθόν σου, εάν
εργασθής εις αυτόν. Πρόσεχε τον εαυτόν σου, παιδί μου, εις όλα τα έργα σου και
να είσαι συνετός και ευγενής εις όλην σου την συμπεριφοράν.
Τωβ. 4,15 καὶ ὃ μισεῖς, μηδενὶ ποιήσῃς.
οἶνον εἰς μέθην μὴ πίῃς, καὶ μὴ πορευθήτω μετὰ σοῦ μέθη ἐν τῇ ὁδῷ σου.
Τωβ. 4,15 Εκείνο το οποίον συ αποστρέφεσαι και δεν θέλεις
οι άλλοι να το κάμουν εις σέ, μη το κάμη και συ εις κανένα. Ποτέ να μη πίνης
οίνον μέχρι μέθης και ποτέ να μη συναναστροφής με μεθυσμένους εις την πορείαν
του βίου σου.
Τωβ. 4,16 ἐκ τοῦ ἄρτου σου δίδου πεινῶντι
καὶ ἐκ τῶν ἱματίων σου τοῖς γυμνοῖς· πᾶν, ὃ ἐὰν περισσεύσῃ σοι, ποίει ἐλεημοσύνην,
καὶ μὴ φθονεσάτω σου ὁ ὀφθαλμὸς ἐν τῷ ποιεῖν σε ἐλεημοσύνην.
Τωβ. 4,16 Από το ψωμί σου δίδε εις εκείνον, που πεινά, και
από τα ενδύματά σου δίδε εις εκείνους, οι οποίοι είναι γυμνοί. Ο,τι σου
περισσεύει δώσε το ελεημοσύνην και ας μη λυπηθή ποτέ ο οφθαλμός σου, όταν συ
πράττης ελεημοσύνην.
Τωβ. 4,17 ἔκχεον τοὺς ἄρτους σου ἐπὶ τὸν
τάφον τῶν δικαίων καὶ μὴ δῷς τοῖς ἁμαρτωλοῖς.
Τωβ. 4,17 Διδε απλοχερα τους άρτους σου κατά τον
εντάφιασμόν των δικαίων, μη δίδης όμως δια τους αμετανοήτους πονηρούς και
κακούς.
Τωβ. 4,18 συμβουλίαν παρὰ παντὸς
φρονίμου ζήτησον καὶ μὴ καταφρονήσῃς ἐπί πάσης συμβουλίας χρησίμης.
Τωβ. 4,18 Να επιζητής πάντοτε συμβουλήν από κάθε σοφόν και
φρόνιμον άνθρωπον και ποτέ να μη καταφρονήσης συμβουλήν συνετήν και χρήσιμον.
Τωβ. 4,19 καὶ ἐν παντὶ καιρῷ εὐλόγει
Κύριον τὸν Θεὸν καὶ παρ᾿ αὐτοῦ αἴτησον, ὅπως αἱ ὁδοί σου εὐθεῖαι γένωνται, καὶ
πᾶσαι αἱ τρίβοι καὶ βουλαί σου εὐοδωθῶσι· διότι πᾶν ἔθνος οὐκ ἔχει βουλήν, ἀλλ᾿
αὐτὸς ὁ Κύριος δίδωσι πάντα τὰ ἀγαθὰ καὶ ὃν ἐὰν θέλῃ, ταπεινοῖ, καθὼς βούλεται.
καὶ νῦν, παιδίον, μνημόνευε τῶν ἐντολῶν μου, καὶ μὴ ἐξαλειφθήτωσαν ἐκ τῆς
καρδίας σου.
Τωβ. 4,19 Παντοτε εις κάθε καιρόν να δοξολογής Κυριον τον
Θεόν και από αυτόν ζήτησε να είναι ευθείαι αι πορείαι του βίου σου, και να
κατευοδώνη πάντοτε όλας τας οδούς και τας αποφάσεις σου. Διότι τα ειδωλολατρικά
έθνη δεν έχουν σκέψεις και αποφάσεις ορθάς. Αλλά μόνον ο Κυριος δίδει όλα τα
αγαθά και αυτός όποιον θέλει, τον ταπεινώνει κατά την βουλήν του. Και τώρα, παιδί
μου, να ενθυμήσαι πάντοτε αυτάς τας εντολάς μου, και να μη εξαλειφθούν ποτέ από
την καρδίαν σου.
Τωβ. 4,20 καὶ νῦν ὑποδεικνύω σοι τὰ
δέκα τάλαντα τοῦ ἀργυρίου, ἃ παρεθέμην Γαβαήλῳ τῷ τοῦ Γαβρία ἐν Ῥάγοις τῆς
Μηδίας.
Τωβ. 4,20 Και τώρα τελευταία σου καθιστώ γνωστόν το ποσόν
των δέκα αργυρών ταλάντων, τα οποία έχω καταθέσει στον Γαβαήλον, τον συγγενή
του Γαβρία, ο οποίος μένει στους Ραγους της Μηδίας.
Τωβ. 4,21 καὶ μὴ φοβοῦ, παιδίον, ὅτι ἐπτωχεύσαμεν·
ὑπάρχει σοι πολλά, ἐὰν φοβηθῇς τὸν Θεόν, καὶ ἀποστῇς ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας καὶ
ποιήσῃς τὸ ἀρεστὸν ἐνώπιον αὐτοῦ.
Τωβ. 4,21 Μη φοβήσαι, παιδί μου, επειδή εγίναμεν πτωχοί,
διότι υπάρχουν και θα υπάρχουν εις σε πολλά αγαθά, εάν ευλαβήσαι τον Θεόν, εάν
απομακρυνθής από κάθε αμαρτίαν και πράξης κάθε τι, το οποίον είναι ευάρεστον
ενώπιον του Θεού”.
ΤΩΒΙΤ 5
Τωβ. 5,1 Καὶ ἀποκριθεὶς Τωβίας εἶπεν
αὐτῷ· πάτερ, ποιήσω πάντα, ὅσα ἐντέταλσαί μοι·
Τωβ. 5,1 Απεκρίθη
ο Τωβίας και είπε προς αυτόν· “πάτερ μου, θα πράξω όλας τας εντολάς όσας μου
έδωσες.
Τωβ. 5,2 ἀλλὰ πῶς δυνήσομαι λαβεῖν
τὸ ἀργύριον καὶ οὐ γινώσκω αὐτόν;
Τωβ. 5,2 Αλλά
ειδικώς δια τα χρήματα, πως θα ημπορέσω να τα πάρω, αφού δεν γνωρίζω αυτόν τον
άνθρωπον;”
Τωβ. 5,3 καὶ ἔδωκεν αὐτῷ τὸ
χειρόγραφον καὶ εἶπεν αὐτῷ· ζήτησον σεαυτῷ ἄνθρωπον, ὃς συμπορεύσεταί σοι, καὶ
δώσω αὐτῷ μισθὸν ἕως ζῶ· καὶ λαβὲ πορευθεὶς τὸ ἀργύριον.
Τωβ. 5,3 Ο
πατήρ έδωκεν εις αυτόν την χειρόγραφον απόδειξιν της καταθέσεως των χρημάτων
και του είπε· “αναζήτησε και ευρέ ένα άνθρωπον, ο οποίος θα έλθη μαζή σου προς
τον Γαβαήλον, και εις αυτόν εγώ τον συνοδόν σου θα δώσω τον μισθόν του, εφ'
όσον ζω ακόμη. Πηγαινε λοιπόν εκεί, δια να αναλάβης τα χρήματα”.
Τωβ. 5,4 καὶ ἐπορεύθη ζητῆσαι ἄνθρωπον
καὶ εὗρε τὸν Ῥαφαήλ, ὃς ἦν ἄγγελος, καὶ οὐκ ᾔδει·
Τωβ. 5,4 Ο
Τωβίας εξήλθε, δια να αναζητήση άνθρωπον ως συνοδόν του. Ευρήκε δε τον Ραφαήλ,
ο οποίος ήτο άγγελος, αλλά ο Τωβίας δεν το εγνώριζεν αυτό.
Τωβ. 5,5 καὶ εἶπεν αὐτῷ· εἰ δύναμαι
πορευθῆναι μετὰ σοῦ ἐν Ῥάγοις τῆς Μηδίας, καὶ εἰ ἔμπειρος εἶ τῶν τόπων;
Τωβ. 5,5 Ηρώτησε,
λοιπόν, τον άγγελον· “Μηπως γνωρίζης τους τόπους εκείνους στους Ραγους της
Μηδίας και είναι δυνατόν να έλθω και εγώ μαζή σου;”
Τωβ. 5,6 καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ ἄγγελος·
πορεύσομαι μετὰ σοῦ καὶ τῆς ὁδοῦ ἐμπειρῶ καὶ παρὰ Γαβαὴλ τὸν ἀδελφὸν ἡμῶν ηὐλίσθην.
Τωβ. 5,6 Ο
άγγελος του απήντησε· “θα πορευθώ μαζή σου και την οδόν εγώ γνωρίζω καλά.
Μαλιστα δε έχω διανυκτερεύσει πλησίον του αδελφού μας, του Ισραηλίτου τούτου,
του Γαβαήλ”.
Τωβ. 5,7 καὶ εἶπεν αὐτῷ Τωβίας· ὑπόμεινόν
με, καὶ ἐρῶ τῷ πατρί.
Τωβ. 5,7 Ο
Τωβίας του είπε· “περίμενέ με, δια να αναγγείλω τούτο στον πατέρα μου”.
Τωβ. 5,8 καὶ εἶπεν αὐτῷ· πορεύου καὶ
μὴ χρονίσῃς.
Τωβ. 5,8 Ο
άγγελος του απήντησε· “πήγαινε και μη βραδύνης”.
Τωβ. 5,9 καὶ εἰσελθὼν εἶπε τῷ
πατρί· ἰδοὺ εὕρηκα ὃς συμπορεύσεταί μοι. ὁ δὲ εἶπε· φώνησον αὐτὸν πρός με, ἵνα ἐπιγνῶ
ποίας φυλῆς ἐστι καὶ εἰ πιστὸς τοῦ πορευθῆναι μετὰ σοῦ.
Τωβ. 5,9 Ο
Τωβίας επανήλθεν στο σπίτι του και είπε προς τον πατέρα· “ιδού, ευρήκα
άνθρωπον, ο οποίος θα έλθη μαζή μου”. Ο πατήρ είπε προς τον υιόν· “φώναξέ τον
να έλθη εδώ, δια να γνωρίσω καλά από ποίαν φυλήν κατάγεται αυτός και αν είναι
αξιόπιστος να ταξιδεύση μαζή σου”.
Τωβ. 5,10 καὶ ἐκάλεσεν αὐτόν, καὶ εἰσῆλθε,
καὶ ἠσπάσαντο ἀλλήλους.
Τωβ. 5,10 Ο Τωβίας τον εκάλεσε και εκείνος εισήλθεν στον
οίκον του Τωβίτ. Ο Τωβίτ και ο ξένος αλληλοεχαιρετήθησαν.
Τωβ. 5,11 καὶ εἶπεν αὐτῷ Τωβίτ· ἀδελφέ,
ἐκ ποίας φυλῆς καὶ ἐκ ποίας πατριᾶς εἶ σύ; ὑπόδειξόν μοι.
Τωβ. 5,11 Είπεν εις αυτόν ο Τωβίτ· “αδελφέ, από ποίον φυλήν
και από ποίαν πατριάν είσαι συ; Πές μου το”.
Τωβ. 5,12 καὶ εἶπεν αὐτῷ· φυλὴν καὶ
πατριὰν σὺ ζητεῖς ἢ μίσθιον, ὃς συμπορεύσεται μετὰ τοῦ υἱοῦ σου; καὶ εἶπεν αὐτῷ
Τωβίτ· βούλομαι, ἀδελφέ, ἐπιγνῶναι τὸ γένος σου καὶ τὸ ὄνομα.
Τωβ. 5,12 Εκείνος του απήντησε· “φυλήν και πατριάν ζητείς η
ένα μισθωτόν συνοδοιπόρον, ο οποίος θα συμπορευθή μαζή με το παιδί σου;” Ο Τωβίτ
του απήντησε· “αδελφέ, θέλω να μάθω το γένος και το όνομά σου”.
Τωβ. 5,13 ὃς δὲ εἶπεν· ἐγὼ Ἀζαρίας Ἀνανίου
τοῦ μεγάλου, τῶν ἀδελφῶν σου.
Τωβ. 5,13 Εκείνος τότε του είπεν· “εγώ είμαι ο Αζαρίας, ο
υιός του μεγάλου Ανανίου από τους ομοεθνείς σου”.
Τωβ. 5,14 καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὑγιαίνων ἔλθοις,
ἀδελφέ, καὶ μή μοι ὀργισθῇς, ὅτι ἐζήτησα τὴν φυλήν σου καὶ τὴν πατριάν σου ἐπιγνῶναι.
καὶ σὺ τυγχάνεις ἀδελφός μου ἐκ τῆς καλῆς καὶ ἀγαθῆς γενεᾶς· ἐπεγίνωσκον γὰρ ἐγὼ
Ἀνανίαν καὶ Ἰωνάθαν τοὺς υἱοὺς Σεμεΐ τοῦ μεγάλου, ὡς ἐπορευόμεθα κοινῶς εἰς Ἱεροσόλυμα
προσκυνεῖν, ἀναφέροντες τὰ πρωτότοκα καὶ τὰς δεκάτας τῶν γεννημάτων, καὶ οὐκ ἐπλανήθησαν
ἐν τῇ πλάνῃ τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν. ἐκ ῥίζης καλῆς εἶ, ἀδελφέ,
Τωβ. 5,14 Ο Τωβίτ του είπε· “αδελφέ, καλώς ήλθες στο σπίτι
μου και μη οργισθής εναντίον μου, διότι εζήτησα να μάθω την φυλήν σου και την
οικογένειάν σου. Συ είσαι συγγενής μου, από γενεάν καλήν και αγαθήν, διότι εγώ
εγνώριζα τον Ανανίαν και τον Ιωνάθαν, τους υιούς του μεγάλου Σεμεΐ, όταν μαζή
επηγαίναμεν εις τα Ιεροσόλυμα, δια να προσκυνήσωμεν και εφέραμεν μαζή μας τα
πρωτοτόκια και τα δέκατα από τα προϊόντα μας. Δεν απεμακρύνθησαν και εκείνοι
ποτέ από την ευθείαν οδόν του Κυρίου, όπως, δυστυχώς, απεμακρύνθησαν και
επλανήθησαν οι άλλοι αδελφοί, οι ομοεθνείς μας. Από καλήν ρίζαν κατάγεσαι,
αδελφέ μου.
Τωβ. 5,15 ἀλλὰ εἰπόν μοι τίνα σοι ἔσομαι
μισθὸν διδόναι· δραχμὴν τῆς ἡμέρας καὶ τὰ δέοντά σοι ὡς καὶ τῷ υἱῷ μου.
Τωβ. 5,15 Αλλά πές μου, σε παρακαλώ, ποίον μισθόν θα σου
δώσω; Εγώ προτείνω να σου δίνω μίαν δραχμήν δια κάθε ημέραν και να παρέχω εις
σε και το παιδί μου ο,τι άλλο σας χρειάζεται κατά την πορείαν.
Τωβ. 5,16 καὶ ἔτι προσθήσω σοι ἐπὶ τὸν
μισθόν, ἐὰν ὑγιαίνοντες ἐπιστρέψητε.
Τωβ. 5,16 Αλλά και άλλην επί πλέον αμοιβήν θα δώσω εις σέ,
εάν επιστρέψετε υγιείς”.
Τωβ. 5,17 καὶ εὐδόκησαν οὕτως. καὶ εἶπε
πρὸς Τωβίαν· ἕτοιμος γίνου πρὸς τὴν ὁδόν· καὶ εὐοδωθείητε. καὶ ἡτοίμασεν ὁ υἱὸς
αὐτοῦ τὰ πρὸς τὴν ὁδόν. καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ πατὴρ αὐτοῦ· πορεύου μετὰ τοῦ ἀνθρώπου
τούτου, ὁ δὲ ἐν τῷ οὐρανῷ οἰκῶν Θεὸς εὐοδώσει τὴν ὁδὸν ὑμῶν, καὶ ὁ ἄγγελος αὐτοῦ
συμπορευθήτω ὑμῖν. καὶ ἐξῆλθαν ἀμφότεροι ἀπελθεῖν καὶ ὁ κύων τοῦ παιδαρίου μετ᾿
αὐτῶν.
Τωβ. 5,17 Συνεφώνησαν και οι δύο επί του σημείου αυτού. Ο
πατήρ είπε τότε προς τον Τωβίαν· “ετοιμάσου δια το ταξίδι. Και στους δυο σας
εύχομαι κατευόδιον”. Ο υιός του, ο Τωβίας, ητοίμασε τα απαραίτητα δια τον
δρόμον. Ο δε πατέρας του του είπε· “πήγαινε μαζή με τον άνθρωπον αυτόν και
εύχομαι, όπως ο Θεός, που κατοικεί στον ουρανόν, κατευοδώση τον δρόμον σας και
ο άγγελος του Κυρίου ας βαδίζη μαζή σας”. Εβγήκαν από το σπίτι και οι δυο, ο
Τωβίας και ο συνοδός του, δια να αναχωρήσουν. Ο κύων του παιδιού, του Τωβίου,
επήγαινε μαζή τους.
Τωβ. 5,18 ἔκλαυσε δὲ Ἄννα ἡ μήτηρ αὐτοῦ
καὶ εἶπε πρὸς Τωβίτ· τί ἐξαπέστειλας τὸ παιδίον ἡμῶν; ἢ οὐχὶ ἡ ῥάβδος τῆς χειρὸς
ἡμῶν ἐστιν ἐν τῷ εἰσπορεύεσθαι αὐτὸν καὶ ἐκπορεύεσθαι ἐνώπιον ἡμῶν;
Τωβ. 5,18 Οταν ο Τωβίας ανεχώρησεν, η Αννα η μητέρα του,
έκλαυσε και είπε προς τον Τωβίτ· “διατί έστειλες το παιδί μας εις ταξίδι μακράν
από ημάς; Αυτός εισερχόμενος και εξερχόμενος στο σπίτι μας, ενώπιόν μας, δεν
ήτο ράβδος στηρίγματος και χαρά εις ημάς;
Τωβ. 5,19 ἀργύριον τῷ ἀργυρίῳ μὴ
φθάσαι, ἀλλὰ περίψημα τοῦ παιδίου ἡμῶν γένοιτο·
Τωβ. 5,19 Ποτέ μη φθάση και έλθη το αργύριον εκείνο. Ας
χαθή το χρήμα εκείνο, προκειμένου να χάσωμεν ημείς την παρουσίαν του αγαπημένου
μας παιδιού.
Τωβ. 5,20 ὡς γὰρ δέδοται ἡμῖν ζῆν παρὰ
τοῦ Κυρίου, τοῦτο ἱκανὸν ἡμῖν ὑπάρχει.
Τωβ. 5,20 Δεν υπάρχει δι' ημάς μεγαλύτερα ικανοποίησις από
το να ζη τα παιδί κοντά μας, όπως μας εδόθη από τον Θεόν”.
Τωβ. 5,21 καὶ εἶπεν αὐτῇ Τωβίτ· μὴ
λόγον ἔχε, ἀδελφή· ὑγιαίνων ἐλεύσεται, καὶ οἱ ὀφθαλμοί σου ὄψονται αὐτόν·
Τωβ. 5,21 Ο Τωβίτ της απήντησε· μη μεμψιμοιρής και μη
στενοχωρήσαι, αδελφή. Το παιδί μας θα επιστρέψη υγιές. Και τα μάτια μας πάλιν
θα το ίδουν.
Τωβ. 5,22 ἄγγελος γὰρ ἀγαθὸς
συμπορεύσεται αὐτῷ, καὶ εὐοδωθήσεται ἡ ὁδὸς αὐτοῦ, καὶ ὑποστρέψει ὑγιαίνων. καὶ
ἐπαύσατο κλαίουσα.
Τωβ. 5,22 Διότι ο καλός άγγελος θα συμπορευθή μαζή με αυτό
και θα κατευοδωθή το ταξίδιόν του και θα επιστρέψη υγιές”. Εκείνη, όταν ήκουσε τα
παρήγορα αυτά λόγια, έπαυσε πλέον να κλαίη.
ΤΩΒΙΤ 6
Τωβ. 6,1 Οἱ δὲ πορευόμενοι τὴν ὁδὸν
ἦλθον ἑσπέρας ἐπὶ τὸν Τίγριν ποταμόν, καὶ ηὐλίζοντο ἐκεῖ.
Τωβ. 6,1 Οι
δύο ταξιδιώται εβάδιζαν στον δρόμον των και έφθασαν την εσπέραν στον Τιγρητα
ποταμόν και διενυκτέρευσαν εκεί.
Τωβ. 6,2 τὸ δὲ παιδάριον κατέβη
περικλύσασθαι, καὶ ἀνεπήδησεν ἰχθὺς ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ καὶ ἐβουλήθη καταπιεῖν τὸ
παιδάριον.
Τωβ. 6,2 Ο
νεαρός Τωβίας κατέβηκεν στον ποταμόν, δια να λουσθή. Εκεί όμως ένα μεγάλο ψάρι
ανεπήδησεν από το ποτάμι και ηθέλησε να καταπίη τον Τωβίαν.
Τωβ. 6,3 ὁ δὲ ἄγγελος εἶπεν αὐτῷ· ἐπιλαβοῦ
τοῦ ἰχθύος. καὶ ἐκράτησε τὸν ἰχθὺν τὸ παιδάριον καὶ ἀνέβαλεν αὐτὸν ἐπὶ τὴν γῆν.
Τωβ. 6,3 Αλλά
ο άγγελος του είπε· “πιάσε αυτό το ψάρι”. Ο Τωβίας έπιασε το ψάρι και το
ανέβασεν εις την όχθην του ποταμού.
Τωβ. 6,4 καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ ἄγγελος· ἀνάτεμε
τὸν ἰχθὺν καὶ λαβὼν τὴν καρδίαν καὶ τὸ ἧπαρ καὶ τὴν χολὴν θὲς ἀσφαλῶς.
Τωβ. 6,4 Ο
άγγελος του είπε· “σχίσε τον ιχθύν αυτόν, πάρε την καρδίαν, το συκώτι και την
χολήν και φύλαξέ τα ασφαλώς”.
Τωβ. 6,5 καὶ ἐποίησε τὸ παιδάριον ὡς
εἶπεν αὐτῷ ὁ ἄγγελος, τὸν δὲ ἰχθὺν ὀπτήσαντες ἔφαγον.
Τωβ. 6,5 Ο
νεαρός Τωβίας έκαμεν, όπως του είπεν ο άγγελος. Το υπόλοιπον μέρος του ψαριού
το έψησαν και το έφαγαν.
Τωβ. 6,6 καὶ ὥδευον ἀμφότεροι, ἕως
οὗ ἤγγισαν ἐν Ἐκβατάνοις.
Τωβ. 6,6 Συνεπορεύοντο
κατόπιν και οι δύο, ο Τωβίας και ο άγγελος, μέχρις ότου επλησίασαν εις τα
Εκβάτανα.
Τωβ. 6,7 καὶ εἶπε τὸ παιδάριον τῷ ἀγγέλῳ·
Ἀζαρία ἀδελφέ, τί ἐστιν ἡ καρδία καὶ τὸ ἧπαρ καὶ ἡ χολὴ τοῦ ἰχθύος;
Τωβ. 6,7 Ο
Τωβίας ηρώτησε τον άγγελον· “αδελφέ Αζαρία, εις τι μας είναι χρήσιμα η καρδία,
το συκώτι και η χολή του ιχθύος;”
Τωβ. 6,8 καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἡ καρδία
καὶ τὸ ἧπαρ, ἐάν τινα ὀχλῇ δαιμόνιον ἢ πνεῦμα πονηρόν, ταῦτα δεῖ καπνίσαι ἐνώπιον
ἀνθρώπου ἢ γυναικός, καὶ οὐκέτι οὐ μὴ ὀχληθῇ·
Τωβ. 6,8 Ο
συνοδεύων αυτόν άγγελος του απήντησεν· “η καρδιά και το συκώτι χρησιμεύουν δια
την εκδίωξιν πονηρών πνευμάτων. Εάν δηλαδή ένας άνθρωπος ενοχλήται από
δαιμόνιον η άλλο πονηρόν πνεύμα και καπνίσουν αυτά ενώπιον του ανδρός η της
γυναικός, που ενοχλείται από το πονηρόν πνεύμα, δεν θα ενοχληθή ποτέ πλέον.
Τωβ. 6,9 ἡ δὲ χολή, ἐγχρῖσαι ἄνθρωπον,
ὃς ἔχει λευκώματα ἐν τοῖς ὀφθαλμοῖς, καὶ ἰαθήσεται.
Τωβ. 6,9 Η
δε χολή χρησιμεύει δια να χρισθή άνθρωπος, ο οποίος έχει λευκώματα εις τα μάτια
του, και αυτός θα θεραπευθή αμέσως”.
Τωβ. 6,10 ὡς δὲ προσήγγισαν τῇ Ῥάγῃ,
Τωβ. 6,10 Οταν επλησίασαν στο σπίτι του Ραγουήλ εις
Εκβάτανα,
Τωβ. 6,11 εἶπεν ὁ ἄγγελος τῷ παιδαρίῳ·
ἀδελφέ, σήμερον αὐλισθησόμεθα παρὰ Ῥαγουήλ, καὶ αὐτὸς συγγενής σού ἐστι, καὶ ἔστιν
αὐτῷ θυγάτηρ ὀνόματι Σάῤῥα·
Τωβ. 6,11 είπεν ο άγγελος στον νεαρόν Τωβίαν· “αδελφέ,
σήμερον θα διανυκτερεύσωμεν στο σπίτι του Ραγουήλ. Αυτός είναι συγγενής σου,
έχει δε και θυγατέρα που λέγεται Σαρρα.
Τωβ. 6,12 λαλήσω περὶ αὐτῆς τοῦ δοθῆναί
σοι αὐτὴν εἰς γυναῖκα, ὅτι σοι ἐπιβάλλει ἡ κληρονομία αὐτῆς, καὶ σὺ μόνος εἶ ἐκ
τοῦ γένους αὐτῆς, καὶ τὸ κοράσιον καλὸν καὶ φρόνιμόν ἐστι.
Τωβ. 6,12 Θα ομιλήσω εγώ περί αυτής να σου δοθή ως σύζυγος,
διότι ο νόμος του Μωυσέως υποχρεώνει σε να παρής αυτήν ως σύζυγον και την
κληρονομίαν της, επειδή συ είσαι ο μόνος συγγενής της από το γένος της. Σου
λέγω δε ακόμη ότι η νέα αυτή είναι ωραία και φρόνιμος.
Τωβ. 6,13 καὶ νῦν ἄκουσόν μου καὶ
λαλήσω τῷ πατρὶ αὐτῆς, καὶ ὅταν ὑποστρέψωμεν ἐκ Ῥαγῶν, ποιήσομεν τὸν γάμον·
διότι ἐπίσταμαι Ῥαγουὴλ ὅτι οὐ μὴ δῷ αὐτὴν ἀνδρὶ ἑτέρῳ κατὰ τὸν νόμον Μωυσῆ ἢ ὀφειλήσει
θάνατον, ὅτι τὴν κληρονομίαν σοὶ καθήκει λαβεῖν ἢ πάντα ἄνθρωπον.
Τωβ. 6,13 Και τώρα άκουσέ με· εγώ θα κάμω λόγον στον πατέρα
της και όταν επιστρέψωμεν από Ραγους θα τελέσωμεν τον γάμον. Διότι εγώ γνωρίζω
καλά ότι ο Ραγουήλ δεν θα δώση ποτέ αυτήν ως σύζυγον εις άλλον άνδρα, έστω και
αν απειληθή με θάνατον. Διότι εις σε ανήκει να λάβης την κληρονομίαν της και
εις κανένα άλλον”.
Τωβ. 6,14 τότε εἶπε τὸ παιδάριον τῷ ἀγγέλῳ·
Ἀζαρία ἀδελφέ, ἀκήκοα ἐγὼ τὸ κοράσιον δεδόσθαι ἑπτὰ ἀνδράσι καὶ πάντας ἐν τῷ
νυμφῶνι ἀπολωλότας.
Τωβ. 6,14 Τοτε ο Τωβίας είπε προς τον άγγελον· “αδελφέ
Αζαρία, έχω πληροφρρηθή ότι, η κόρη αυτή έχει ήδη δοθή ως σύζυγος εις επτά
άνδρας και όλοι απέθανον στο νυμφικόν δωμάτιον.
Τωβ. 6,15 καὶ νῦν ἐγὼ μόνος εἰμὶ τῷ
πατρὶ καὶ φοβοῦμαι μὴ εἰσελθὼν ἀποθάνω καθὼς καὶ οἱ πρότεροι, ὅτι δαιμόνιον
φιλεῖ αὐτήν, ὃ οὐκ ἀδικεῖ οὐδένα πλὴν τῶν προσαγόντων αὐτῇ. καὶ νῦν ἐγὼ φοβοῦμαι
μὴ ἀποθάνω καὶ κατάξω τὴν ζωὴν τοῦ πατρός μου καὶ τῆς μητρός μου μετ᾿ ὀδύνης ἐπ᾿
ἐμοὶ εἰς τὸν τάφον αὐτῶν· καὶ υἱὸς ἕτερος οὐχ ὑπάρχει αὐτοῖς, ὃς θάψει αὐτούς.
Τωβ. 6,15 Εγώ τώρα, όπως γνωρίζεις, είμαι μονογενής στον
πατέρα μου. Φοβούμαι, λοιπόν, μήπως, όταν εισέλθω στο νυμφικόν δωμάτιον,
αποθάνω, όπως απέθανον και οι προηγούμενοι από εμέ. Ενα πονηρόν δαιμόνιον την
ζηλοτυπεί. Αυτό δε το δαιμόνιον δεν βλάπτει κανένα άλλον πλην από εκείνους, που
την πλησιάζουν ως σύζυγοι. Φοβούμαι, λοιπόν, τώρα μήπως αποθάνω και με τον
θάνατόν μου κρημνίσω την ζωήν του πατρός μου και της μητρός μου με οδύνην
πολλήν στον τάφον. Δεν έχουν δε αυτοί άλλο παιδί, δια να τους θάψη”.
Τωβ. 6,16 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ ἄγγελος· οὐ
μέμνησαι τῶν λόγων, ὧν ἐνετείλατό σοι ὁ πατήρ σου, ὑπὲρ τοῦ λαβεῖν σε γυναῖκα ἐκ
τοῦ γένους σου; καὶ νῦν ἄκουσόν μου, ἀδελφέ, διότι σοὶ ἔσται εἰς γυναῖκα, καὶ
τοῦ δαιμονίου μηδένα λόγον ἔχε, ὅτι τὴν νύκτα ταύτην δοθήσεταί σοι αὕτη εἰς
γυναῖκα.
Τωβ. 6,16 Απήντησε προς αυτόν ο άγγελος· “δεν ενθυμείσαι
την εντολήν, την οποίαν σου έδωσεν ο πατήρ, να πάρης σύζυγον γυναίκα από το
γένος σου; Και τώρα άκουσε με, αδελφέ. Αυτή η κόρη θα γίνη ιδική σου σύζυγος.
Ως προς δε το δαιμόνιον, μη έχης κανένα λόγον ανησυχίας. Η κόρη αυτή θα δοθή
εις σε ως σύζυγος κατά την νύκτα αυτήν.
Τωβ. 6,17 καὶ ἐὰν εἰσέλθῃς εἰς τὸν
νυμφῶνα, λήψῃ τέφραν θυμιαμάτων καὶ ἐπιθήσεις ἀπὸ τῆς καρδίας καὶ τοῦ ἥπατος τοῦ
ἰχθύος καὶ καπνίσεις,
Τωβ. 6,17 Οταν δε εισέλθης στον νυμφικόν θάλαμον, θα πάρης
φωτιά με το θυμιατήριον, θα θέσης επάνω εις αυτήν την καρδιά και το συκώτι του
ιχθύος, τα οποία και θα αρχίσουν να καπνίζουν.
Τωβ. 6,18 καὶ ὀσφρανθήσεται τὸ
δαιμόνιον καὶ φεύξεται καὶ οὐκ ἐπανελεύσεται εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος. ὅταν δὲ
προσπορεύῃ αὐτῇ, ἐγέρθητε ἀμφότεροι καὶ βοήσατε πρὸς τὸν ἐλεήμονα Θεόν, καὶ
σώσει ὑμᾶς καὶ ἐλεήσει. μὴ φοβοῦ, ὅτι σοὶ αὐτὴ ἡτοιμασμένη ἦν ἀπὸ τοῦ αἰῶνος,
καὶ σὺ αὐτὴν σώσεις, καὶ πορεύσεται μετὰ σοῦ, καὶ ὑπολαμβάνω ὅτι σοι ἔσται ἐξ αὐτῆς
παιδία.
Τωβ. 6,18 Το δε δαιμόνιον θα οσφρανθή τον καπνόν αυτόν, θα
φύγη και ποτέ πλέον δεν θα επιστρέψη. Οταν δε εισέλθης στον νυμφικόν κοιτώνα
προς αυτήν, σηκωθήτε και οι δυο σας και εκ βάθους ψυχής προσευχηθήτε στον
ελεήμονα Θεόν, αυτός δε θα σας σώση και θα σας ελεήση. Μη φοβήσαι, διότι αυτή
έχει προορισθή ως σύζυγός σου από πολύν χρόνον και συ θα την σώσης από το
πονηρόν δαιμόνιον. Αυτή θα έλθη μαζή σου και θεωρώ βέβαιον, ότι πολλά τέκνα θα
αποκτήσης από αυτήν”.
Τωβ. 6,19 καὶ ὡς ἤκουσε Τωβίας ταῦτα, ἐφίλησεν
αὐτήν, καὶ ἡ ψυχὴ αὐτοῦ ἐκολλήθη σφόδρα αὐτῇ.
Τωβ. 6,19 Οταν ο Τωβίας ήκουσε τα λόγια αυτά, ηγάπησε την
κόρην αυτήν και η ψυχή του προσεκολλήθη πάρα πολύ εις αυτήν.
ΤΩΒΙΤ 7
Τωβ. 7,1 Καὶ ἦλθον εἰς Ἐκβάτανα καὶ
παρεγένοντο εἰς τὴν οἰκίαν Ῥαγουήλ, Σάῤῥα δὲ ὑπήντησεν αὐτοῖς καὶ ἐχαιρέτισεν αὐτοὺς
καὶ αὐτοὶ αὐτήν, καὶ εἰσήγαγεν αὐτοὺς εἰς τὴν οἰκίαν.
Τωβ. 7,1 Ο
Τωβίας και ο Αζαρίας ήλθαν εις τα Εκβάτανα και έφθασαν στο σπίτι του Ραγουήλ. Η
δε Σαρρα τους προϋπήντησε και τους εχαιρέτησε. Εκείνοι την εχαιρέτησαν και αυτή
τους ωδήγησεν στο σπίτι.
Τωβ. 7,2 καὶ εἶπε Ῥαγουὴλ Ἔδνᾳ τῇ
γυναικὶ αὐτοῦ· ὡς ὅμοιος ὁ νεανίσκος Τωβὶτ τῷ ἀνεψιῷ μου;
Τωβ. 7,2 Ο
Ραγουήλ είπεν εις την Εδναν την σύζυγόν του· “ο νεαρός αυτός δεν ομοιάζει πολύ
με τον ανεψιόν μου τον Τωβίτ;”
Τωβ. 7,3 καὶ ἠρώτησεν αὐτούς Ῥαγουήλ·
πόθεν ἐστέ, ἀδελφοί; καὶ εἶπαν αὐτῷ· ἐκ τῶν υἱῶν Νεφθαλὶμ τῶν αἰχμαλώτων ἐκ
Νινευῆ.
Τωβ. 7,3 Εστράφη
δε προς εκείνους ο Ραγουήλ και τους ηρώτησε· “από που κατάγεσθε, σεις,
αδελφοί;» Και εκείνοι του απήντησαν· “ημείς καταγόμεθα από τους απογόνους της
φυλής Νεφθαλίμ, από εκείνας που έχουν αιχμαλωτισθή εις την Νινευή”.
Τωβ. 7,4 καὶ εἶπεν αὐτοῖς·
γινώσκετε Τωβὶτ τὸν ἀδελφὸν ἡμῶν; οἱ δὲ εἶπον· γινώσκομεν. καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ὑγιαίνει;
Τωβ. 7,4 Ο
Ραγουήλ τους είπε· “γνωρίζετε τον Τωβίτ τον συγγενή μας;” Και εκείνοι του
είπαν· “τον γνωρίζομεν”. Ηρώτησεν αυτούς πάλιν· “είναι υγιής;”
Τωβ. 7,5 οἱ δὲ εἶπαν· καὶ ζῇ καὶ ὑγιαίνει.
καὶ εἶπε Τωβίας· πατήρ μού ἐστι.
Τωβ. 7,5 Εκείνοι
είπαν· “ζη και υγιαίνει”. Ο δε Τωβίας του είπεν· “είναι ο πατέρας μου”.
Τωβ. 7,6 καὶ ἀνεπήδησε Ῥαγουὴλ καὶ
κατεφίλησεν αὐτὸν καὶ ἔκλαυσε
Τωβ. 7,6 Ο
Ραγουήλ ανεπήδησεν από την χαράν του, και κατεφίλησε τον Τωβίαν και έκλαυσε.
Τωβ. 7,7 καὶ εὐλόγησεν αὐτὸν καὶ εἶπεν
αὐτῷ· ὁ τοῦ καλοῦ καὶ ἀγαθοῦ ἀνθρώπου υἱός· καὶ ἀκούσας ὅτι Τωβὶτ ἀπώλεσε τοὺς ὀφθαλμοὺς
ἑαυτοῦ, ἐλυπήθη καὶ ἔκλαυσε.
Τωβ. 7,7 Ευλόγησεν
αυτόν και είπε· “συ, λοιπόν, είσαι το παιδί του καλού και αγαθού εκείνου
ανθρώπου;” Οταν δε επληροφορήθη ο Ραγουήλ ότι ο Τωβίτ είχε χάσει τα μάτια του,
ελυπήθη και ανελύθη εις δάκρυα.
Τωβ. 7,8 καὶ Ἔδνα ἡ γυνὴ αὐτοῦ καὶ
Σάῤῥα ἡ θυγάτηρ αὐτοῦ ἔκλαυσαν καὶ ὑπεδέξαντο αὐτοὺς προθύμως·
Τωβ. 7,8 Εκλαυσεν
επίσης η σύζυγός του Εδνα και η κόρη του η Σαρρα. Υπεδέχθησαν και εφιλοξένησαν
αυτούς με πολλήν προθυμίαν και χαράν.
Τωβ. 7,9 καὶ ἔθυσαν κριὸν προβάτων
καὶ παρέθηκαν ὄψα πλείονα. εἶπε δὲ Τωβίας τῷ Ῥαφαήλ· Ἀζαρία ἀδελφέ, λάλησον ὑπὲρ
ὧν ἔλεγες ἐν τῇ πορείᾳ, καὶ τελεσθήτω τὸ πρᾶγμα.
Τωβ. 7,9 Εσφαξαν
από την ποίμνην των προβάτων του ένα κριον και ητοίμασαν τράπεζαν με πολλά
φαγητά. Είπε δε τότε ο Τωβίας στον Ραφαήλ· “Αζαρία, αδελφέ, μίλησε δι' εκείνα,
τα οποία μου έλεγες στον δρόμον μας και ας γίνη αυτό το πράγμα”.
Τωβ. 7,10 καὶ μετέδωκε τὸν λόγον τῷ Ῥαγουήλ·
καὶ εἶπε Ῥαγουὴλ πρὸς Τωβίαν· φάγε, πίε καὶ ἡδέως γίνου, σοὶ γὰρ καθήκει τὸ
παιδίον μου λαβεῖν· πλὴν ὑποδείξω σοι τὴν ἀλήθειαν.
Τωβ. 7,10 Ο Αζαρίας πράγματι έκαμε λόγον στον Ραγουήλ και ο
Ραγουήλ είπεν στον Τωβίαν· “φάγε, πίε, απόλαυσε την τράπεζαν, διότι εις σε
πράγματι ανήκει να λάβης την κόρην μου ως συζυγον. Αλλά θα σου είπω την
αλήθειαν.
Τωβ. 7,11 ἔδωκα τὸ παιδίον μου ἑπτὰ ἀνδράσι,
καὶ ὁπότε ἐὰν εἰσεπορεύοντο πρὸς αὐτήν, ἀπέθνησκον ὑπὸ τὴν νύκτα. ἀλλὰ τὸ νῦν ἔχον,
ἡδέως γίνου. καὶ εἶπε Τωβίας· οὐ γεύομαι οὐδὲν ὧδε, ἕως ἂν στήσητε καὶ σταθῆτε
πρός με. καὶ εἶπε Ῥαγουήλ· κομίζου αὐτὴν ἀπὸ τοῦ νῦν κατὰ τὴν κρίσιν· σὺ δέ ἀδελφὸς
εἶ αὐτῆς, καὶ αὐτὴ σού ἐστιν· ὁ δὲ ἐλεήμων Θεὸς εὐοδώσει ὑμῖν τὰ κάλλιστα.
Τωβ. 7,11 Αυτήν την κόρην μου την έδωσα ως σύζυγον εις επτά
άνδρας διαδοχικώς. Ο καθένας όμως από αυτούς, μόλις επλησίαζεν εις αυτήν,
απέθνησκε κατά την πρώτην νύκτα του γάμου. Συ όμως τώρα φάγε, πίε και
ευφράνθητι”. Ο Τωβίας όμως απήντησε· “δεν θα βάλω τίποτε στο στόμα μου, μέχρις
ότου σεις δεχθήτε την αίτησίν μου και συμφωνήσετε με εμέ”. Ο Ραγουήλ του
απήντησε· “πάρε την από αυτήν την στιγμήν ως σύζυγον σύμφωνα με την απόφασίν
σου. Συ είσαι συγγενής της και αυτή είναι συγγενής ίδική σου. Ευχόμεθα δέ, όπως
ο ελεήμων Θεός σας κατευοδώση προς τα κάλλιστα”.
Τωβ. 7,12 καὶ ἐκάλεσε Σάῤῥαν τὴν
θυγατέρα αὐτοῦ, καὶ λαβὼν τῆς χειρὸς αὐτῆς παρέδωκεν αὐτὴν Τωβία γυναῖκα καὶ εἶπεν·
ἰδοὺ κατὰ τὸν νόμον Μωυσέως κομίζου αὐτὴν καὶ ἄπαγε πρὸς τὸν πατέρα σου· καὶ εὐλόγησεν
αὐτούς.
Τωβ. 7,12 Ο Ραγουήλ εκάλεσε την ώραν εκείνην την Σαρραν,
την θυγατέρα του, την επήρε από το χέρι και την παρέδωκεν ως σύζυγον στον
Τωβίαν, προς τον οποίον και είπε· “ιδού, σύμφωνα με τον νόμον του Μωϋσέως, πάρε
αυτήν ως σύζυγόν σου και πήγαινε προς τον πατέρα σου”. Ο Ραγουήλ τους ηυλόγησε
και τους ηυχήθη.
Τωβ. 7,13 καὶ ἐκάλεσεν Ἔδναν τὴν γυναῖκα
αὐτοῦ· καὶ λαβὼν βιβλίον ἔγραψε συγγραφήν, καὶ ἐσφραγίσατο.
Τωβ. 7,13 Κατόπιν προσεκάλεσε την γυναίκα του την Εδναν,
επήρε ένα χαρτί, έγραψε επάνω εις αυτό την πράξιν του γάμου και το εσφράγισεν.
Τωβ. 7,14 καὶ ἤρξαντο ἐσθίειν.
Τωβ. 7,14 Επειτα δε ήρχισαν όλοι με χαράν να τρώγουν.
Τωβ. 7,15 καὶ ἐκάλεσε Ῥαγουὴλ Ἔδναν
τήν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ εἶπε αὐτῇ· ἀδελφή, ἑτοίμασον τὸ ἕτερον ταμιεῖον καὶ εἰσάγαγε
αὐτήν.
Τωβ. 7,15 Ο Ραγουήλ εκάλεσε την γυναίκα του την Εδναν και
της είπεν· “αδελφή, ετοίμασε το άλλο δωμάτιον και ωδήγησε εις αυτό την Σαρραν”.
Τωβ. 7,16 καὶ ἐποίησεν ὡς εἶπε καὶ εἰσήγαγεν
αὐτὴν ἐκεῖ, καὶ ἔκλαυσε· καὶ ἀπεδέξατο τὰ δάκρυα τῆς θυγατρὸς αὐτῆς καὶ εἶπεν αὐτῇ·
Τωβ. 7,16 Η Εδνα έκαμεν, όπως της είπεν ο σύζυγός της και
ωδήγησεν εκεί την Σαρραν. Η δε Σαρρα ανελύθη εις δάκρυα. Η μητέρα της είδε και
συνεπάθησε τα δάκρυα της κόρης της και της είπε·
Τωβ. 7,17 θάρσει, τέκνον, ὁ Κύριος τοῦ
οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς δῴη σοι χάριν ἀντὶ τῆς λύπης σου ταύτης· θάρσει, θύγατερ.
Τωβ. 7,17 “Εχε θάρρος, τέκνον μου, ο Κυριος του ουρανού και
της γης είθε να δώση εις σε χαράν αντί αυτής της λύπης. Εχε θάρρος κόρη μου”.
ΤΩΒΙΤ 8
Τωβ. 8,1 Ὅτε δὲ συνετέλεσαν δειπνοῦντες,
εἰσήγαγον Τωβίαν πρὸς αὐτήν.
Τωβ. 8,1 Οταν
ετελείωσαν το φαγητόν των, ωδήγησαν τον Τωβίαν προς την Σαρραν.
Τωβ. 8,2 ὁ δὲ πορευόμενος ἐμνήσθη τῶν
λόγων Ῥαφαὴλ καὶ ἔλαβε τὴν τέφραν τῶν θυμιαμάτων καὶ ἐπέθηκε τὴν καρδίαν τοῦ ἰχθύος
καὶ τὸ ἧπαρ καὶ ἐκάπνισεν.
Τωβ. 8,2 Ο
Τωβίας, όταν εισήλθεν στον κοιτώνα, ενεθυμήθη τα λόγια του Ραφαήλ. Επήρε το
θυμιατήρι, επάνω στο οποίον υπήρχον ακόμη οι άνθρακες των θυμιαμάτων, έβαλεν
επάνω εις αυτούς την καρδίαν και το συκώτι του ψαριού, από τα οποία και εξήλθε
καπνός.
Τωβ. 8,3 ὅτε δὲ ὠσφράνθη τὸ
δαιμόνιον τῆς ὀσμῆς, ἔφυγεν εἰς τὰ ἀνώτατα Αἰγύπτου καὶ ἔδησεν αὐτὸ ὁ ἄγγελος.
Τωβ. 8,3 Οταν
δε το πονηρόν δαιμόνιον ωσφράνθη την οσμήν του καπνού αυτού, έφυγεν εις τα
ανώτατα μέρη της Αιγύπτου, ο δε άγγελος Κυρίου το έδεσε.
Τωβ. 8,4 ὡς δὲ συνεκλείσθησαν ἀμφότεροι,
ἀνέστη Τωβίας ἀπὸ τῆς κλίνης καὶ εἶπεν· ἀνάστηθι, ἀδελφή, καὶ προσευξώμεθα, ἵνα
ἐλεήσῃ ἡμᾶς ὁ Κύριος.
Τωβ. 8,4 Οταν
οι νεόνυμφοι εκλείσθησαν στον νυμφικόν των κοιτώνα, εσηκώθη ο Τωβίας από την
κλίνην και είπε· “οήκω επάνω, αδελφή, και ας προσευχηθώμεν να μας ελεήση ο
Κυριος”.
Τωβ. 8,5 καὶ ἤρξατο Τωβίας λέγειν·
εὐλογητὸς εἶ, ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν, καὶ εὐλογητὸν τὸ ὄνομά σου τὸ ἅγιον καὶ ἔνδοξον
εἰς τοὺς αἰῶνας· εὐλογησάτωσάν σε οἱ οὐρανοὶ καὶ πᾶσαι αἱ κτίσεις σου.
Τωβ. 8,5 Ο
Τωβίας ήρχισε να λέγη την προσευχήν του. “Δοξασμένος είσαι συ, Κυριε, ο Θεός
των πατέρων ημών, ευλογημένον και ένδοξον το άγιον όνομά σου στους αιώνας. Σε
ας δοξάζουν πάντοτε οι ουρανοί και όλα τα κτίσματά σου.
Τωβ. 8,6 σὺ ἐποίησας Ἀδὰμ καὶ ἔδωκας
αὐτῷ βοηθὸν Εὔαν στήριγμα τὴν γυναῖκα αὐτοῦ· ἐκ τούτων ἐγεννήθη τὸ ἀνθρώπων
σπέρμα. σὺ εἶπας· οὐ καλὸν εἶναι τὸν ἄνθρωπον μόνον, ποιήσωμεν αὐτῷ βοηθὸν ὅμοιον
αὐτῷ.
Τωβ. 8,6 Συ,
Κυριε, έπλασες τον Αδάμ και έδωκες εις αυτόν ως βοηθόν και στήριγμα την Εύαν,
την σύζυγόν του. Από αυτούς εγεννήθη το γένος των ανθρώπων. Διότι, Κυριε, συ
είπες· δεν είναι καλόν να είναι ο άνθρωπος μόνος, ας κάμωμεν δι' αυτόν βοηθόν
άλλον όμοιον προς αυτόν.
Τωβ. 8,7 καὶ νῦν, Κύριε, οὐ διά
πορνείαν ἐγὼ λαμβάνω τὴν ἀδελφήν μου ταύτην, ἀλλὰ ἐπ᾿ ἀληθείας ἐπίταξον ἐλεῆσαί
με καὶ αὐτῇ συγκαταγηρᾶσαι.
Τωβ. 8,7 Και
τώρα, Κυριε, εγώ λαμβάνω την αδελφήν μου αυτήν, την ομοεθνή μου, ως σύζυγον όχι
δια την ικανοποίησιν πορνικών διαθέσεων, αλλά δια την αλήθειάν σου, όπως συ την
εκήρυξες. Ας έλθη, λοιπόν, το έλεός σου εις εμέ, Κυριε, και διάταξε συ, ώστε
εγώ να γηράσω μαζή της”,
Τωβ. 8,8 καὶ εἶπε μετ᾿ αὐτοῦ· ἀμήν.
Τωβ. 8,8 Μαζή
δε με αυτόν συμπροσηύχετο και η Σαρρα και είπεν· “Αμήν, γένοιτο”!
Τωβ. 8,9 καὶ ἐκοιμήθησαν ἀμφότεροι
τὴν νύκτα.
Τωβ. 8,9 Εκοιμήθησαν
και οι δύο την νύκτα εκείνην.
Τωβ. 8,10 καὶ ἀναστὰς Ῥαγουὴλ ἐπορεύθη
καὶ ὤρυξε τάφον λέγων· μὴ καὶ οὗτος ἀποθάνῃ;
Τωβ. 8,10 Ο Ραγουήλ εσηκώθη, επήγε και ήνοιξε τάφον λέγων·
“μήπως αποθάνη και αυτός;”
Τωβ. 8,11 καὶ ἦλθε Ῥαγουὴλ εἰς τὴν οἰκίαν
ἑαυτοῦ
Τωβ. 8,11 Επανήλθεν ο Ραγουήλ εις την οικίαν του
Τωβ. 8,12 καὶ εἶπεν Ἔδνᾳ τῇ γυναικὶ αὐτοῦ·
ἀπόστειλον μίαν τῶν παιδισκῶν, καὶ ἰδέτωσαν εἰ ζῇ· εἰ δὲ μή, ἵνα θάψωμεν αὐτόν,
καὶ μηδεὶς γνῷ.
Τωβ. 8,12 και είπεν εις την Εδναν την γυναίκα του· Στειλε
μίαν από τας δούλας να ίδη, εάν ο Τωδίας ζη. Και εάν δεν ζη, να τον θάψωμεν,
χωρίς να μάθη κανείς τίποτε.
Τωβ. 8,13 καὶ εἰσῆλθεν ἡ παιδίσκη ἀνοίξασα
τὴν θύραν καὶ εὗρε τοὺς δύο καθεύδοντας.
Τωβ. 8,13 Η δούλη ήνοιξε την θύραν και εύρε και τους δύο να
κοιμώνται.
Τωβ. 8,14 καὶ ἐξελθοῦσα ἀπήγγειλεν αὐτοῖς,
ὅτι ζῇ.
Τωβ. 8,14 Εξήλθε και ανήγγειλεν στους κυρίους της ότι ο
Τωβίας ζη.
Τωβ. 8,15 καὶ εὐλόγησε Ῥαγουὴλ τὸν Θεὸν
λέγων· εὐλογητὸς εἶ σύ, ὁ Θεός, ἐν πάσῃ εὐλογίᾳ καθαρᾷ καὶ ἁγίᾳ, καὶ εὐλογείτωσάν
σε οἱ ἅγιοί σου καὶ πᾶσαι αἱ κτίσεις σου, καὶ πάντες οἱ ἄγγελοί σου καὶ οἱ ἐκλεκτοί
σου εὐλογείτωσάν σε εἰς τοὺς αἰῶνας.
Τωβ. 8,15 Ο Ραγουήλ εδόξασε τον Θεόν λέγων· “δοξασμένος
είσαι συ, ο Θεός, και προς σε ανήκει κάθε δοξολογία καθαρά και αγία. Ας σε
δοξολογούν οι άγιοί σου και όλα τα δημιουργήματά σου και όλοι οι άγγελοί σου
και όλοι οι εκλεκτοί σου. Ας σε ευλογούν και ας σε δοξολογούν εις όλους τους
αιώνας.
Τωβ. 8,16 εὐλογητὸς εἶ ὅτι ηὔφρανάς
με, καὶ οὐκ ἐγένετό μοι καθὼς ὑπενόουν, ἀλλὰ κατὰ τὸ πολὺ ἔλεός σου ἐποίησας
μεθ᾿ ἡμῶν.
Τωβ. 8,16 Ευλογημένος είσαι, Κυριε, διότι μου έδωσες αυτήν
την χαράν και δεν έγινε εκείνο, το οποίον εφοβούμην. Αλλά έκαμες εις ημάς
σύμφωνα με το μέγα σου έλεος.
Τωβ. 8,17 εὐλογητὸς εἶ ὅτι ἠλέησας δύο
μονογενεῖς· ποίησον αὐτοῖς, δέσποτα, ἔλεος, συντέλεσον τὴν ζωὴν αὐτῶν ἐν ὑγιείᾳ
μετ᾿ εὐφροσύνης καὶ ἐλέους.
Τωβ. 8,17 Δοξασμένος είσαι, Κυριε, διότι έστειλες το έλεός
σου εις δύο μονογενείς. Καμε, Δέσποτα, εις αυτούς σύμφωνα με το έλεός σου και
ολοκλήρωσε την ζωήν των με υγείαν, με ευφροσύνην, με τον πλούτον του ελέους
σου”.
Τωβ. 8,18 ἐκέλευσε δὲ τοῖς οἰκέταις χῶσαι
τὸν τάφον.
Τωβ. 8,18 Ο Ραγουήλ διέταξε τους δούλους να χώσουν τον
τάφον.
Τωβ. 8,19 καὶ ἐποίησεν αὐτοῖς γάμον ἡμερῶν
δεκατεσσάρων.
Τωβ. 8,19 Ετέλεσε δε και εώρτασε τον γάμον αυτών επί
δεκατέσσαρας ημέρας.
Τωβ. 8,20 καὶ εἶπεν αὐτῷ Ῥαγουὴλ πρὶν ἢ
συντελεσθῆναι τὰς ἡμέρας τοῦ γάμου ἐνόρκως μὴ ἐξελθεῖν αὐτὸν ἐὰν μὴ πληρωθῶσιν
αἱ δεκατέσσαρες ἡμέραι τοῦ γάμου.
Τωβ. 8,20 Ο Ραγουήλ είπεν στον Τωβίαν και τον εξώρκισε να
μη αναχωρήση από την οικίαν, μέχρις ότου συμπληρωθούν αι δεκαττέσσαρες ημέραι
του γάμου.
Τωβ. 8,21 καὶ τότε λαβόντα τὸ ἥμισυ τῶν
ὑπαρχόντων αὐτοῦ πορεύεσθαι μεθ᾿ ὑγιείας πρὸς τὸν πατέρα· καὶ τὰ λοιπά, ὅταν ἀποθάνω
καὶ ἡ γυνή μου.
Τωβ. 8,21 “Μετά δε την συμπλήρωσιν των δεκατεσσάρων αυτών
ημερών, είπεν στον Τωβίαν, αφού πάρης το ήμισυ από την περιουσίαν μου, να
πορευθής εν υγεία προς τον πατέρα σου. Την υπόλοιπον περιουσίαν μου θα την
λάβης, όταν αποθάνωμεν εγώ και η γυνή μου”.
ΤΩΒΙΤ 9
Τωβ. 9,1 Καὶ ἐκάλεσε Τωβίας τὸν Ῥαφαὴλ
καὶ εἶπεν αὐτῷ·
Τωβ. 9,1 Ο
Τωβίας εκάλεσεν τότε τον Ραφαήλ και του είπεν·
Τωβ. 9,2 Ἀζαρία ἀδελφέ, λάβε μετὰ
σεαυτοῦ παῖδα καὶ δύο καμήλους καὶ πορεύθητι ἐν Ῥάγοις τῆς Μηδίας παρὰ Γαβαὴλ
καὶ κόμισαί μοι τὸ ἀργύριον καὶ αὐτὸν ἄγε μοι εἰς τὸν γάμον·
Τωβ. 9,2 “αδελφέ,
Αζαρία, πάρε μαζή σου ένα δούλον και δύο καμήλους και πήγαινε στους Ραγους της
Μηδίας, στον Γαβαήλ, και φέρε μου εδώ το αργύριον αλλά και αυτόν τον ίδιον, δια
να παρευρεθή στον γάμον μου.
Τωβ. 9,3 διότι ὠμόμοκε Ῥαγουὴλ μὴ ἐξελθεῖν
με,
Τωβ. 9,3 Διότι
ο Ραγουήλ με ώρκισε να μη φύγω απ' εδώ, πριν συμπληρωθούν αι δεκατέσσαρες
ημέραι.
Τωβ. 9,4 καὶ ὁ πατήρ μου ἀριθμεῖ τὰς
ἡμέρας, καὶ ἐὰν χρονίσω μέγα, ὀδυνηθήσεται λίαν.
Τωβ. 9,4 Ο
δε πατήρ μου μετρά μίαν προς μίαν τας ημέρας, εάν δε και βραδύνω να επιστρέψω
θα κυριευθή από μεγάλην οδύνην”.
Τωβ. 9,5 καὶ ἐπορεύθη Ῥαφαὴλ καὶ ηὐλίσθη
παρὰ Γαβαήλ, καὶ ἔδωκεν αὐτῷ τὸ χειρόγραφον· ὃς δὲ προήνεγκε τὰ θυλάκια ἐν ταῖς
σφαγῖσι καὶ ἔδωκεν αὐτῷ.
Τωβ. 9,5 Ο
Ραφαήλ επορεύθη πράγματι και κατέλυσεν στον οίκον του Γαβαήλ. Εδωκε δε εις
αυτόν και το χειρόγραφον. Ο Γαβαήλ έφερε τους σφραγισμένους σάκκους με τα
χρήματα και τους παρέδωκεν εις αυτόν.
Τωβ. 9,6 καὶ ὤρθρευσαν κοινῶς καὶ ἦλθον
εἰς τὸν γάμον. καὶ εὐλόγησε Τωβίας τὴν γυναῖκα αὐτοῦ.
Τωβ. 9,6 Κατόπιν,
εσηκώθηκαν λίαν πρωϊ, και οι δύο μαζή ήλθον στον γάμον. Ο δε Τωβίας επί
παρουσία όλων επήνεσε και συνεχάρη την γυναίκα του.
ΤΩΒΙΤ 10
Τωβ. 10,1 Καὶ Τωβὶτ ὁ πατὴρ αὐτοῦ ἐλογίσατο
ἑκάστης ἡμέρας· καὶ ὡς ἐπληρώθησαν αἱ ἡμέραι τῆς πορείας καὶ οὐκ ἤρχοντο,
Τωβ. 10,1 Ο Τωβίτ, ο πατήρ του Τωβίου, εμετρούσε μίαν προς
μίαν τας ημέρας. Οταν δε είδεν ότι συνεπληρώθησαν αι ημέραι του ταξιδίου των
και εκείνοι δεν είχον επανέλθει,
Τωβ. 10,2 εἶπε· μήποτε κατῄσχυνται; ἢ
μήποτε ἀπέθανε Γαβαὴλ καὶ οὐδεὶς αὐτῷ δίδωσι τὸ ἀργύριον;
Τωβ. 10,2 είπε· “μήπως, τυχόν, και απέτυχεν η αποστολή των
και εντρέπονται να επανέλθουν; Η μήπως απέθανεν ο Γαβαήλ και κανείς πλέον δεν
δίδει εις αυτόν τα χρήματα;”
Τωβ. 10,3 καὶ ἐλυπεῖτο λίαν.
Τωβ. 10,3 Δια τον λόγον αυτόν ο πατήρ ελυπείτο πάρα πολύ.
Τωβ. 10,4 εἶπε δὲ αὐτῷ ἡ γυνή· ἀπώλετο
τὸ παιδίον, διότι κεχρόνικε· καὶ ἤρξατο θρηνεῖν αὐτὸν καὶ εἶπεν·
Τωβ. 10,4 Η δε γυναίκα του έλεγεν εις αυτόό· “εφ' όσον
μέχρι σήμερα επέρασε τόσος καιρός και δεν επανήλθε το παιδί μας, εχάθηκε
πλέον”! Ηρχισε δε αυτή να θρηνολογή το παιδί της και να λέγη·
Τωβ. 10,5 οὐ μέλοι μοι, τέκνον, ὅτι ἀφῆκά
σε τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου;
Τωβ. 10,5 “παιδί μου, δεν ευρίσκω ησυχίαν, επειδή σε αφήκα
να φύγης, εσέ που είσαι το φως των οφθαλμών μου.
Τωβ. 10,6 καὶ Τωβὶτ λέγει αὐτῇ· σίγα,
μὴ λόγον ἔχει, ὑγιαίνει.
Τωβ. 10,6 Ο Τωβίτ έλεγεν εις αυτήν· “σιώπα, μη έχης λόγους
ανησυχίας, υγιαίνει το παιδί μας”.
Τωβ. 10,7 καὶ εἶπεν αὐτῷ· σίγα, μὴ
πλάνα με, ἀπώλετο τὸ παιδίον μου. καὶ ἐπορεύετο καθ᾿ ἡμέραν εἰς τὴν ὁδὸν ἔξω, οἵας
ἀπῆλθεν, ἡμέρας τε ἄρτον οὐκ ἤσθιε, τὰς δέ νύκτας οὐ διελίμπανε θρηνοῦσα Τωβίαν
τὸν υἱὸν αὐτῆς, ἕως οὗ συνετελέσθησαν αἱ δεκατέσσαρες ἡμέραι τοῦ γάμου, ἃς ὤμοσε
Ῥαγουὴλ ποιῆσαι αὐτὸν ἐκεῖ· εἶπε δὲ Τωβίας τῷ Ῥαγουήλ· ἐξαπόστειλόν με, ὅτι ὁ
πατήρ μου καὶ ἡ μήτηρ μου οὐκέτι ἐλπίζουσιν ὄψεσθαί με.
Τωβ. 10,7 Εκείνη του απήντησε· “εσύ σιώπα, μη θέλης να με
ξεγελάσης, το παιδί μας έχει πλέον χαθή”. Καθε δε ημέραν μετέβαινεν έξω στον
δρόμον, από όπου είχε φύγει ο υιός της. Την ημέραν άρτον δεν έτρωγε, κατά δε
τας νύκτας δεν έπαυε να θρηνή τον Τωβίαν τον υιόν της, μέχρις ότου
συνεπληρώθησαν αι δεκατέσσαρες ημέραι του γάμου, τας οποίας ο Ραγουήλ είχεν
ορκίσει τον Τωβίαν να μείνη εκεί. Είπε δε τότε ο Τωβίας στον Ραγουήλ· “στείλε
με εις την πατρίδα μου, διότι ο πατέρας μου και η μητέρα μου δεν ελπίζουν
πλέον, ότι θα με επανίδουν”.
Τωβ. 10,8 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ πενθερός· μεῖνον
παρ᾿ ἐμοί, κἀγὼ ἐξαποστελῶ πρὸς τὸν πατέρα σου καὶ δηλώσουσιν αὐτῷ τὰ κατὰ σέ.
Τωβ. 10,8 Ο πενθερός του του είπε· “μείνε κοντά μου, και
εγώ θα στείλω ανθρώπους μου στον πατέρα σου, δια να καταστήσουν εις αυτόν
γνωστά όλα τα κατά σέ”.
Τωβ. 10,9 καὶ Τωβίας λέγει· ἐξαπόστειλόν
με πρὸς τὸν πατέρα μου.
Τωβ. 10,9 Ο Τωβίας όμως επέμενε και έλεγε· “άφησέ με να
μεταβώ προς τον πατέρα μου”.
Τωβ. 10,10 ἀναστὰς δὲ Ῥαγουὴλ ἔδωκεν αὐτῷ
Σάῤῥαν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ τὰ ἥμισυ τῶν ὑπαρχόντων, σώματα καὶ κτήνη καὶ ἀργύριον,
Τωβ. 10,10 Ο Ραγουήλ εσηκώθη, έδωσεν εις αυτόν την Σαρραν την
σύζυγόν του και τα μισά από τα υπάρχοντά του, δούλους και δούλας, διάφορα κτήνη
και χρήματα.
Τωβ. 10,11 καὶ εὐλογήσας αὐτοὺς ἐξαπέστειλε
λέγων· εὐοδώσει ὑμᾶς, τέκνα, ὁ Θεὸς τοῦ οὐρανοῦ πρὸ τοῦ με ἀποθανεῖν.
Τωβ. 10,11 Τους ηυλόγησε και τους κατευώδωσε λέγων· “ο Θεός
του ουρανού να σας κατευοδώση, παιδιά μου, εις όλα. Και να ίδω εγώ αυτάς τας
ευλογίας του Κυρίου εις σας πριν αποθάνω”.
Τωβ. 10,12 καὶ εἶπε τῇ θυγατρὶ αὐτοῦ·
τίμα τοὺς πενθερούς σου, αὐτοὶ νῦν γονεῖς σού εἰσιν· ἀκούσαιμί σου ἀκοὴν καλήν,
καὶ ἐφίλησεν αὐτήν. καὶ Ἔδνα εἶπε πρὸς Τωβίαν· ἀδελφὲ ἀγαπητέ, ἀποκαταστήσαι σε
ὁ Κύριος τοῦ οὐρανοῦ καὶ δῴη μοι ἰδεῖν σου παιδία ἐκ Σάῤῥας τῆς θυγατρός μου, ἵνα
εὐφρανθῶ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου· καὶ ἰδοὺ παρατίθεμαί σοι τὴν θυγατέρα μου ἐν
παρακαταθήκῃ, μὴ λυπήσῃς αὐτήν.
Τωβ. 10,12 Είπε δε προς την κόρην του και τα εξής· “να τιμάς
τους πενθερούς σου, διότι αυτοί τώρα είναι οι γονείς σου. Εύχομαι να ακούω
πάντοτε καλήν φήμην δια σέ”. Αυτά είπεν ο πατήρ και την εφίλησεν. Η δε Εδνα
είπε προς τον Τωβίαν· “Αγαπητό μου παιδί, εύχομαι ο Κυριος του ουρανού, να σε
αποκαταστήση εις την πατρίδα σου και να μου δώση να ίδω παιδιά σου από την
θυγατέρα μου την Σαρραν, δια να ευφρανθώ και εγώ ενώπιον του Κυρίου. Ιδού, σου
παραδίδω και σου εμπιστεύομαι την θυγατέρα μου, ως παρακαταθήκην, και σε
παρακαλώ να μη την λυπήσης”.
Τωβ. 10,13 μετὰ ταῦτα ἐπορεύετο καὶ
Τωβίας εὐλογῶν τὸν Θεόν, ὅτι εὐώδωσε τὴν ὁδὸν αὐτοῦ, καὶ κατευλόγει Ῥαγουὴλ καὶ
Ἔδναν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ.
Τωβ. 10,13 Επειτα από αυτά εξεκίνησεν ο Τωβίας δια την
επιστροφήν και ευλογούσε τον Θεόν, διότι κατευώδωσε τον δρόμον του. Θερμώς δε
ευχαριστούσε τον Ραγουήλ και την Εδναν, διότι του έδωσαν την θυγατέρα των ως
σύζυγόν του.
ΤΩΒΙΤ 11
Τωβ. 11,1 Καὶ ἐπορεύετο μέχρις οὗ ἐγγίσαι
αὐτοὺς εἰς Νινευῆ. καὶ εἶπε Ῥαφαὴλ πρὸς Τωβίαν· οὐ γινώσκεις, ἀδελφέ, πῶς ἀφῆκας
τὸν πατέρα σου;
Τωβ. 11,1 Ο Τωβίας μαζή με τον συνοδόν του επέστρεφαν και
εβάδιζαν, μέχρις ότου έφθασαν εις την Νινευή. Ο Ραφαήλ είπε τότε προς τον
Τωβίαν· “δεν γνωρίζεις, αδελφέ, πως αφήκες τον πατέρα σου;
Τωβ. 11,2 προδράμωμεν ἔμπροσθεν τῆς
γυναικός σου καὶ ἑτοιμάσωμεν τὴν οἰκίαν·
Τωβ. 11,2 Λοιπόν, ας τρέξωμεν ημείς προ της γυναικός σου,
δια να ετοιμάσωμεν την οικίαν.
Τωβ. 11,3 λαβὲ δὲ παρὰ χεῖρα τὴν χολὴν
τοῦ ἰχθῦος. καὶ ἐπορεύθησαν, καὶ συνῆλθεν ὁ κύων ὄπισθεν αὐτῶν.
Τωβ. 11,3 Παρε δε στο χέρι σου την χολήν του ψαριού”.
Πράγματι επροπορεύθησαν και οι δύο, ο δε σκύλος τους ακολουθούσε όπισθέν των.
Τωβ. 11,4 καὶ Ἄννα ἐκάθητο
περιβλεπομένη εἰς τὴν ὁδὸν τὸν παῖδα αὐτῆς·
Τωβ. 11,4 Η Αννα εκάθητο και παρατηρούσε στον δρόμον, από
τον οποίον θα ήρχετο το παιδί της.
Τωβ. 11,5 καὶ προσενόησεν αὐτὸν ἐρχόμενον
καὶ εἶπε τῷ πατρὶ αὐτοῦ· ἰδοὺ ὁ υἱός μου ἔρχεται καὶ ὁ ἄνθρωπος ὁ πορευθεὶς μετ᾿
αὐτοῦ.
Τωβ. 11,5 Αυτή τον είδε να έρχεται, έσπευσε και είπεν στον
πατέρα του· “ιδού, το παιδί μου έρχεται, μαζή δε με αυτό και ο άνθρωπος, ο
οποίος είχε συνταξιδεύσει μαζή του”.
Τωβ. 11,6 καὶ Ῥαφαὴλ εἶπεν· ἐπίσταμαι ἐγὼ
ὅτι ἀνοίξει τοὺς ὀφθαλμοὺς ὁ πατήρ σου.
Τωβ. 11,6 Ο Ραφαήλ είπεν στον Τωβίαν· “γνωρίζω καλά ότι θα
θεραπευθούν και θα ανοίγουν τα μάτια του πατρός σου.
Τωβ. 11,7 σὺ ἔγχρισον τὴν χολὴν εἰς τοὺς
ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, καὶ δηχθεὶς διατρίψει καὶ ἀποβαλεῖται τὰ λευκώματα καὶ ὄψεταί
σε.
Τωβ. 11,7 Προς τούτο, συ χρίσε με την χολήν τα μάτια του.
Οταν δε αυτός αισθανθή σαν ένα δάγκωμα από την οξύτητα της χολής, θα τρίψη τα
μάτια του και θα πέσουν τα λευκώματα από τους οφθαλμούς του και ο πατήρ σου θα
σε ιδή”.
Τωβ. 11,8 καὶ προσδραμοῦσα Ἄννα ἐπέπεσεν
ἐπὶ τὸν τράχηλον τοῦ υἱοῦ αὐτῆς καὶ εἶπεν αὐτῷ· εἶδόν σε, παιδίον, ἀπὸ τοῦ νῦν ἀποθανοῦμαι
καὶ ἔκλαυσαν ἀμφότεροι.
Τωβ. 11,8 Η Αννα έτρεξε, έπεσεν στον τράχηλον του παιδιού
της και είπεν εις αυτό· “παιδί μου, σε είδα· τώρα ας πεθάνω”. Εκλαυσαν και οι
δύο.
Τωβ. 11,9 καὶ Τωβὶτ ἐξήρχετο πρὸς τὴν
θύραν καὶ προσέκοπτεν, ὁ δὲ υἱὸς αὐτοῦ προσέδραμεν αὐτῷ
Τωβ. 11,9 Ο Τωβίτ εξήρχετο προς την θύραν εις συνάντησιν
του υιού του και εσκόνταφτε. Το δε παιδί του έτρεξε προς αυτόν, δια να τον
στηρίξη.
Τωβ. 11,10 καὶ ἐπελάβετο τοῦ πατρὸς αὐτοῦ
καὶ προσέπασε τὴν χολὴν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ πατρὸς αὐτοῦ λέγων· θάρσει,
πάτερ.
Τωβ. 11,10 Εκράτησεν εις τα χέρια του τον πατέρα του, ήλειψε
με την χολήν τα μάτια του πατρός του και του είπε· “ποτέρα, έχε θάρρος”.
Τωβ. 11,11 ὡς δὲ συνεδήχθησαν, διέτριψε
τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, καὶ ἐλεπίσθη ἀπὸ τῶν κάνθων τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ τὰ
λευκώματα.
Τωβ. 11,11 Ο δε Τωβίτ, όταν ησθάνθη κάτι σαν δάγκωμα εις τα
δυο του μάτια, τα έτριψε με τα χέρια του και έπεσαν από τα βλέφαρα των οφθαλμών
του τα λευκώματα σαν λέπια.
Τωβ. 11,12 καὶ ἰδὼν τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐπέπεσεν
ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ
Τωβ. 11,12 Ο Τωβίτ άνοιξε τα μάτια του, είδε το παιδί του και
έπεσεν στον τράχηλόν του.
Τωβ. 11,13 καὶ ἔκλαυσε καὶ εἶπεν· εὐλογητὸς
εἶ, ὁ Θεός, καὶ εὐλογητὸν τὸ ὄνομά σου εἰς τοὺς αἰῶνας, καὶ εὐλογημένοι πάντες
οἱ ἅγιοί σου ἄγγελοι· ὅτι ἐμαστίγωσας καὶ ἠλέησάς με, ἰδοὺ βλέπω Τωβίαν τὸν υἱόν
μου.
Τωβ. 11,13 Εκλαυσε και είπε· “δοξασμένος είσαι συ, ο Θεός, και
ευλογημένον το όνομά σου στους αιώνας. Ευλογημένοι και δοξασμένοι ας είναι οι
άγιοί σου άγγελοι, διότι με εμαστίγωσες, αλλά και με ηλέησες. Ιδού ότι τώρα
βλέπω και πάλιν το παιδί μου, τον Τωβίαν”.
Τωβ. 11,14 καὶ εἰσῆλθεν ὁ υἱὸς αὐτοῦ
χαίρων καὶ ἀπήγγειλε τῷ πατρὶ αὐτοῦ τὰ μεγαλεῖα τὰ γενόμενα αὐτῷ ἐν τῇ Μηδίᾳ.
Τωβ. 11,14 Ο υιός εισήλθε με χαράν στο σπίτι και
εγνωστοποίησεν στον πατέρα του τα μεγαλεία, τα οποία έγιναν εις αυτόν εις την
Μηδίαν.
Τωβ. 11,15 καὶ ἐξῆλθε Τωβὶτ εἰς
συνάντησιν τῇ νύμφῃ αὐτοῦ χαίρων καὶ εὐλογῶν τὸν Θεὸν πρὸς τῇ πύλῃ Νινευῆ· καὶ ἐθαύμαζον
οἱ θεωροῦντες αὐτὸν πορευόμενον, ὅτι ἔβλεψε.
Τωβ. 11,15 Ο Τωβίτ εξήλθεν από την οικίαν προς την πύλην της
Νινευή εις συνάντησιν της νύμφης του με χαράν και δοξολογίας προς τον Θεόν.
Ολοι δε που τον συναντούσαν εθαύμαζαν, διότι τον παρατηρούσαν να βαδίζη και να
βλέπη με τα μάτια του.
Τωβ. 11,16 καὶ Τωβὶτ ἐξωμολογεῖτο ἐνώπιον
αὐτοῦ, ὅτι ἠλέησεν αὐτοὺς ὁ Θεός· καὶ ὡς ἤγγισε Τωβὶτ Σάῤῥᾳ τῇ νύμφῃ αὐτοῦ,
κατευλόγησεν αὐτὴν λέγων· ἔλθοις ὑγιαίνουσα, θύγατερ· εὐλογητὸς ὁ Θεός, ὃς ἤγαγέ
σε πρὸς ἡμᾶς, καὶ ὁ πατήρ σου καὶ ἡ μήτηρ σου. καὶ ἐγένετο χαρὰ πᾶσι τοῖς ἐν
Νινευῆ ἀδελφοῖς αὐτοῦ.
Τωβ. 11,16 Ο Τωβίτ εδοξολογούσε και ευχαριστούσε μεγαλοφώνως
τον Θεόν, διότι τους ηλέησεν. Οταν δε ο Τωβίτ επλησίασε προς την νύμφην του την
Σαρραν, της ηυχήθη με όλην του την καρδίαν λέγων· “Καλώς ήλθες, κόρη μου.
Ευλογημένος ας είναι ο Θεός, ο οποίος σε έφερε προς ημάς, ευλογημένοι ας είναι
ο πατέρας σου και η μητέρα σου”. Εγινε δε τότε χαρά εις όλους τους συγγενείς
του Τωβίτ, οι οποίοι εζούσαν εις την Νινευή.
Τωβ. 11,17 καὶ παρεγένετο Ἀχιάχαρος καὶ
Νασβὰς ὁ ἐξάδελφος αὐτοῦ,
Τωβ. 11,17 Ηλθε δε τότε εις την οικίαν του Τωβίτ ο Αχιάχαρος
και ο Νασβάς ο εξάδελφός του.
Τωβ. 11,18 καὶ ἤχθη ὁ γάμος Τωβία μετ᾿ εὐφροσύνης
ἡμέρας ἑπτά.
Τωβ. 11,18 Επανηγυρίσθη δε ο γάμος του Τωβία με μεγάλην χαράν
και ευφροσύνην επί επτά ημέρας.
ΤΩΒΙΤ 12
Τωβ. 12,1 Καὶ ἐκάλεσε Τωβὶτ Τωβίαν τὸν
υἱὸν αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὅρα, τέκνον, μισθὸν τῷ ἀνθρώπῳ τῷ συνελθόντι σοι, καὶ
προσθεῖναι αὐτῷ δεῖ.
Τωβ. 12,1 Ο Τωβίτ εκάλεσε τον υιόν του Τωβίαν και του είπε·
“κύτταξε, παιδί μου, πρέπει να δώσωμεν τον μισθόν στον άνθρωπον αυτόν, ο οποίος
συνεταξίδευσε μαζή σου. Πρέπει δε ακόμη να του προσθέσωμεν και ιδιαιτέραν
αμοιβήν”.
Τωβ. 12,2 καὶ εἶπε· πάτερ, οὐ
βλάπτομαι δοὺς αὐτῷ τὸ ἥμισυ, ὧν ἐνήνοχα,
Τωβ. 12,2 Ο Τωβίας απήντησε· “πάτερ, δεν βλάπτομαι και εάν
ακόμη του δώσω τα μισά από όσα έχω φέρει.
Τωβ. 12,3 ὅτι με ἀγήοχέ σοι ὑγιῆ καὶ τὴν
γυναῖκα μου ἐθεράπευσε καὶ τὸ ἀργύριόν μου ἤνεγκε καὶ σὲ ὁμοίως ἐθεράπευσε.
Τωβ. 12,3 Διότι αυτός με επανέφερεν υγιή, εθεράπευσε την
γυναίκα μου, έφερε τα χρήματα μας, επίσης δε εθεράπευσε και σε από την
τύφλωσιν”.
Τωβ. 12,4 καὶ εἶπεν ὁ πρεσβύτης·
δικαιοῦται αὐτῷ.
Τωβ. 12,4 Ο γέρων Τωβίτ απήντησε· “πράγματι αυτός
δικαιούται να πάρη όλα όσα είπες”.
Τωβ. 12,5 καὶ ἐκάλεσε τὸν ἄγγελον καὶ
εἶπεν αὐτῷ· λάβε τὸ ἥμισυ πάντων, ὧν ἐνηνόχατε, καὶ ὕπαγε ὑγιαίνων.
Τωβ. 12,5 Ο Τωβίτ εκάλεσε τον άγγελον και είπε προς αυτόν·
“πάρε τα μισά από όλα εκείνα, τα οποία εφέρατε και πήγαινε τώρα στο καλόν”.
Τωβ. 12,6 τότε καλέσας τοὺς δύο κρυπτῶς
εἶπεν αὐτοῖς· εὐλογεῖτε τὸν Θεὸν καὶ αὐτῷ ἐξομολογεῖσθε καὶ μεγαλωσύνην δίδοτε
αὐτῷ καὶ ἐξολογεῖσθε αὐτῷ ἐνώπιον πάντων τῶν ζώντων, περὶ ὧν ἐποίησε μεθ᾿ ὑμῶν.
ἀγαθὸν τὸ εὐλογεῖν τὸν Θεὸν καὶ ὑψοῦν τὸ ὄνομα αὐτοῦ, τοὺς λόγους τῶν ἔργων τοῦ
Θεοῦ ἐντίμως ὑποδεικνύοντες, καὶ μὴ ὀκνεῖτε ἐξομολογεῖσθαι αὐτῷ.
Τωβ. 12,6 Τοτε ο άγγελος εκάλεσε και τους δύο αυτούς
ιδιαιτέρως και τους είπε· “δοξάσατε τον Θεόν, διακηρύξατε την δόξαν του. Δώστε
μεγαλείον εις αυτόν και διακηρύξατε ενώπιον όλων των ανθρώπων όλα όσα έκαμε
προς σας. Είναι ωραίον και καλόν, το να ευλογήτε τον Θεόν και να μεγαλύνετε το
Ονομά του, τους λόγους και τα έργα του και να υποδεικνύετε με κάθε τιμήν και να
διακηρύσσετε την δόξαν του. Μη αμελείτε να δοξάζετε και να ευχαριστήτε τον
Θεόν.
Τωβ. 12,7 μυστήριον βασιλέως καλὸν
κρύψαι, τὰ δὲ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἀνακαλύπτειν ἐνδόξως. ἀγαθὸν ποιήσατε, καὶ κακὸν οὐχ
εὑρήσει ὑμᾶς.
Τωβ. 12,7 Τα μυστικά του βασιλέως καλόν είναι να
κρύπτονται, τα έργα όμως του Θεού πρέπει να αποκαλύπτονται και να
διακηρύττονται με κάθε δόξαν. Να πράττετε πάντοτε εις την ζωήν σας το αγαθόν
και ποτέ δεν θα σας συναντήση κανένα κακόν.
Τωβ. 12,8 ἀγαθὸν προσευχὴ μετὰ
νηστείας καὶ ἐλεημοσύνης καὶ δικαιοσύνης· ἀγαθὸν τὸ ὀλίγον μετὰ δικαιοσύνης ἢ
πολὺ μετὰ ἀδικίας. καλὸν ποιῆσαι ἐλεημοσύνην ἢ θησαυρίσαι χρυσίον·
Τωβ. 12,8 Είναι ωραίον και καλόν πράγμα η προσευχή με
νηστείαν και ελεημοσύνην και κάθε άλλην αρετήν. Είναι καλόν πράγμα να έχη
κανείς ολίγα με δικαιοσύνην αποκτηθέντα η να έχη πολλά μετά αδικίας. Καλόν
είναι να κάμνη κανείς την ελεημοσύνην, παρά να αποθησαυρίζη χρυσίον.
Τωβ. 12,9 ἐλεημοσύνη γὰρ ἐκ θανάτου ῥύεται,
καὶ αὐτὴ ἀποκαθαριεῖ πᾶσαν ἁμαρτίαν· οἱ ποιοῦντες ἐλεημοσύνας καὶ δικαιοσύνας
πλησθήσονται ζωῆς,
Τωβ. 12,9 Διότι η ελεημοσύνη γλυτώνει τον άνθρωπον από τον
θάνατον. Αυτή καθαρίζει τον άνθρωπον από κάθε αμαρτίαν. Εκείνοι οι οποίοι
κάμνουν ελεημοσύνας και ζουν με δικαιοσύνην θα απολαύσουν την αληθινήν ζωήν.
Τωβ. 12,10 οἱ δὲ ἁμαρτάνοντες πολέμιοί εἰσι
τῆς ἑαυτῶν ζωῆς.
Τωβ. 12,10 Οσοι δε αμαρτάνουν είναι εχθροί και πολέμιοι της
ιδίας των ζωής.
Τωβ. 12,11 οὐ μὴ κρύψω ἀφ᾿ ὑμῶν πᾶν ῥῆμα·
εἴρηκα δὴ μυστήριον βασιλέως κρύψαι καλόν, τὰ δὲ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἀνακαλύπτειν ἐνδόξως.
Τωβ. 12,11 Δεν θα κρύψω εγώ από σας κανένα πράγμα. Είπα ότι τα
μυστικά του βασιλέως καλόν είναι να κρύπτωνται, τα δε έργα του Θεού να
αποκαλύπτονται και να διακηρύσσονται με κάθε δόξαν.
Τωβ. 12,12 καὶ νῦν ὅτι προσηύξω σὺ καὶ ἡ
νύμφη σου Σάῤῥα, ἐγὼ προσήγαγον τὸ μνημόσυνον τῆς προσευχῆς ὑμῶν ἐνώπιον τοῦ ἁγίου·
καὶ ὅτε ἔθαπτες τοὺς νεκρούς, ὡσαύτως συμπαρήγμην σοι.
Τωβ. 12,12 Ακούσατε λοιπόν τώρα· Οταν συ εις την Νινευή και η
σημερινή νύμφη σου η Σαρρα από τα Εκβάτανα είχατε προσευχηθη συγχρόνως, εγώ το
περιεχόμενον της προσευχής σας το έφερα ενώπιον του Θεού. Και όταν συ έθαπτες
τους νεκρούς, εγώ ήμουν κοντά σου βοηθός σου.
Τωβ. 12,13 καὶ ὅτε οὐκ ὤκνησας ἀναστῆναι
καὶ καταλιπεῖν τὸ ἄριστόν σου, ὅπως ἀπελθὼν περιστείλῃς τὸν νεκρόν, οὐκ ἔλαθές
με ἀγαθοποιῶν, ἀλλὰ σὺν σοὶ ἤμην.
Τωβ. 12,13 Και όταν δεν ωλιγώρησες και δεν εδίστασες να
σηκωθής και να αφήσης το φαγητόν σου, δια να μεταβής και να θάψης τον νεκρόν,
δεν διέφυγε την προσοχήν μου η αγαθή σου αυτή πράξις, αλλά ήμουνα μαζή με σένα.
Τωβ. 12,14 καὶ νῦν ἀπέστειλέ με ὁ Θεὸς ἰάσασθαί
σε καὶ τὴν νύμφην σου Σάῤῥαν.
Τωβ. 12,14 Και τώρα, λοιπόν, με έστειλεν ο Θεός να θεραπεύσω
και σε και την νύμφην σου την Σαρραν.
Τωβ. 12,15 ἐγώ εἰμι Ῥαφαήλ, εἷς ἐκ τῶν ἑπτὰ
ἁγίων ἀγγέλων, οἳ προσαναφέρουσι τὰς προσευχὰς τῶν ἁγίων, καὶ εἰσπορεύονται ἐνώπιον
τῆς δόξης τοῦ ἁγίου.
Τωβ. 12,15 Εγώ είμαι ο Ραφαήλ, ένας εκ τον επτά αγίων αγγέλων,
οι οποίοι αναφέρουν τας προσευχάς των αγίων και παρουσιάζονται ενώπιον της
μεγαλοσύνης του αγίου Θεού”.
Τωβ. 12,16 καὶ ἐταράχθησαν οἱ δύο καὶ ἔπεσον
ἐπὶ πρόσωπον, ὅτι ἐφοβήθησαν.
Τωβ. 12,16 Πατήρ και υιός κατελήφθησαν και οι δυο από ταραχήν,
έπεσαν με το πρόσωπον κατά γης, διότι εφοβήθησαν.
Τωβ. 12,17 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· μὴ φοβεῖσθε,
εἰρήνη ὑμῖν ἔσται· τὸν δὲ Θεὸν εὐλογεῖτε εἰς τὸν αἰῶνα,
Τωβ. 12,17 Ο άγγελος όμως ειπέ προς αυτούς· “μη φοβείσθε. Η
ειρήνη του Θεού θα είναι μαζή σας. Τον Θεόν να δοξάζετε και να ευλογήτε
πάντοτε,
Τωβ. 12,18 ὅτι οὐ τῇ ἐμαυτοῦ χάριτι, ἀλλὰ
τῇ θελήσει τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἦλθον, ὅθεν εὐλογεῖτε αὐτὸν εἰς τὸν αἰῶνα.
Τωβ. 12,18 διότι εγώ, οχι με την ιδικήν μου χάριν, αλλά με την
θέλησιν του Θεού μας ήλθα προς σας. Λοιπόν, δια τούτο δοξάζετε και ευχαριστείτε
τον Θεόν πάντοτε.
Τωβ. 12,19 πάσας τὰς ἡμέρας ὠπτανόμην ὑμῖν,
καὶ οὐκ ἔφαγον οὐδὲ ἔπιον, ἀλλὰ ὅρασιν ὑμεῖς ἐθεωρεῖτε.
Τωβ. 12,19 Ολας τας ημέρας, κατά τας οποίας ενεφανιζόμην εις
σας, δεν έφαγα και δεν έπια τίποτε, αλλά σεις φαινομενικώς με εβλέπατε να τρώγω
και να πίνω.
Τωβ. 12,20 καὶ νῦν ἐξομολογεῖσθε τῷ Θεῷ,
διότι ἀναβαίνω πρὸς τὸν ἀποστείλαντά με, καὶ γράψατε πάντα τὰ συντελεσθέντα εἰς
βιβλίον.
Τωβ. 12,20 Και τώρα, λοιπόν, ευχαριστήσατε και δοξολογήσατε
τον Θεόν, διότι ανεβαίνω προς αυτόν, ο οποίος με έστειλε. Γράψατε δε όλα αυτά,
τα οποία έγιναν εις ένα βιβλίον”.
Τωβ. 12,21 καὶ ἀνέστησαν, καὶ οὐκ ἔτι εἶδον
αὐτόν.
Τωβ. 12,21 Πατήρ και υιός εσηκώθησαν και δεν είδαν πλέον τον
άγγελον.
Τωβ. 12,22 καὶ ἐξωμολογοῦντο τὰ ἔργα τὰ
μεγάλα καὶ θαυμαστὰ αὐτοῦ καὶ ὡς ὤφθη αὐτοῖς ὁ ἄγγελος Κυρίου.
Τωβ. 12,22 Διηγούντο δε και διεκήρυσον τα μεγάλα και θαυμαστά
έργα του Θεού, όπως επίσης πως ο άγγελος αυτός του Κυρίου παρουσιάσθη εις
αυτούς.
ΤΩΒΙΤ 13
Τωβ. 13,1 Καὶ Τωβὶτ ἔγραψε προσευχὴν εἰς
ἀγαλλίασιν καὶ εἶπεν· «Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ὁ ζῶν εἰς τοὺς αἰῶνας καὶ ἡ βασιλεία αὐτοῦ,
Τωβ. 13,1 Ο Τωβίτ, έγραψε προσευχήν εις έκφρασιν της
αγαλλιάσεώς του και είπεν· “δοξασμένος και ευλογημένος στους αιώνας ας είναι ο
ζων Θεός και δοξασμένη η βασιλεία του.
Τωβ. 13,2 ὅτι αὐτὸς μαστιγοῖ καὶ ἐλεεῖ,
κατάγει εἰς ᾅδην καὶ ἀνάγει, καὶ οὐκ ἔστιν ὃς ἐκφεύξεται τὴν χεῖρα αὐτοῦ.
Τωβ. 13,2 Διότι αυτός μαστιγώνει αλλά και ελεεί, οδηγεί
μέχρι στον άδην, αλλά και επαναφέρει από αυτόν. Δεν υπάρχει άνθρωπος, ο οποίος
είναι δυνατόν να διαφύγη το παντοδύναμον χέρι του.
Τωβ. 13,3 ἐξομολογεῖσθε αὐτῷ οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ
ἐνώπιον τῶν ἐθνῶν, ὅτι αὐτὸς διέσπειρεν ἡμᾶς ἐν αὐτοῖς·
Τωβ. 13,3 Σεις οι Ισραηλίται δοξολογήσατε και ευχαριστήσατε
αυτόν ενώπιον των εθνών, διότι αυτός μας διεσκόρπισεν ανά μέσον αυτών.
Τωβ. 13,4 ἐκεῖ ὑποδείξατε τὴν
μεγαλωσύνην αὐτοῦ, ὑψοῦτε αὐτὸν ἐνώπιον παντὸς ζῶντος, καθότι αὐτὸς Κύριος ἡμῶν
καὶ Θεός, αὐτὸς πατὴρ ἡμῶν εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.
Τωβ. 13,4 Εκεί δε μεταξύ των ειδωλολατρικών εθνών γενήτε
κήρυκες του μεγαλείου του Θεού μας, και υψώσατε αυτόν ενώπιον παντός ανθρώπου,
διότι αυτός είναι ο Κυριος μας και Θεός μας. Αυτός είναι ο πατήρ μας εις όλους
τους αιώνας.
Τωβ. 13,5 καὶ μαστιγώσει ἡμᾶς ἐν ταῖς ἀδικίαις
ἡμῶν καὶ πάλιν ἐλεήσει καὶ συνάξει ἡμᾶς ἐκ πάντων τῶν ἐθνῶν, οὗ ἐὰν σκορπισθῆτε
ἐν αὐτοῖς.
Τωβ. 13,5 Αυτός θα μας μαστιγώση δια τας αμαρτίας μας, αλλά
και πάλιν θα μας ελεήση και θα μας συγκεντρώση από όλα τα έθνη, όπου έχομεν
διασκορπισθή εν μέσω αυτών.
Τωβ. 13,6 ἐὰν ἐπιστρέψητε πρὸς αὐτὸν ἐν
ὅλῃ τῇ καρδίᾳ ὑμῶν καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ ὑμῶν ποιῆσαι ἐνώπιον αὐτοῦ ἀλήθειαν, τότε
ἐπιστρέψει πρὸς ὑμᾶς καὶ οὐ μὴ κρύψῃ τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἀφ᾿ ὑμῶν. καὶ θεάσασθε ἃ
ποιήσει μεθ᾿ ὑμῶν, καὶ ἐξομολογήσασθε αὐτῷ ἐν ὅλῳ τῷ στόματι ὑμῶν· καὶ εὐλογήσατε
τὸν Κύριον τῆς δικαιοσύνης καὶ ὑψώσατε τὸν βασιλέα τῶν αἰώνων. ἐγὼ ἐν τῇ γῇ τῆς
αἰχμαλωσίας μου ἐξομολογοῦμαι αὐτῷ καὶ δεικνύω τὴν ἰσχὺν καὶ τὴν μεγαλωσύνην αὐτοῦ
ἔθνει ἁμαρτωλῶν. ἐπιστρέψατε, ἁμαρτωλοί, καὶ ποιήσατε δικαιοσύνην ἐνώπιον αὐτοῦ·
τίς γινώσκει εἰ θελήσει ὑμᾶς καὶ ποιήσει ἐλεημοσύνην ὑμῖν;
Τωβ. 13,6 Εάν επιστρέψετε εν μετανοία προς αυτόν με όλην
σας την καρδίαν και με όλην σας την ψυχήν, ώστε να εκτελήτε ενώπιόν του το
άγιον θέλημά του, που είναι η αλήθεια, τότε θα επιστρέψη και αυτός προς σας και
δεν θα αποστρέψη το πρόσωπόν του από σας. Τοτε θα ιδήτε εκείνα, τα οποία θα
κάμη προς χάριν σας. Δοξάσατε, λοιπόν, αυτόν με όλην την δύναμιν της φωνής σας.
Δοξολογήσατε τον Κυριον της δικαιοσύνης και υψώσατε τον βασιλέα του σύμπαντος
στους αιώνας των αιώνων. Εγώ στον τύπον αυτόν της αιχμαλωσίας μου δοξολογώ τον
Θεόν και διακηρύττω την δύναμιν και το μεγαλείον του εις τα αμαρτωλά έθνη. Και
λέγω· Αμαρτωλοί επιστρέψατε προς τον Θεόν. Εφαρμόσατε δικαιοσύνην ενώπιον
αυτού. Και ποιός ξέρει, ίσως ο Θεός να δείξη την αγαθήν του διάθεσιν προς σας.
Θα στείλη και προς σας το έλεός του.
Τωβ. 13,7 τὸν Θεόν μου ὑψῶ καὶ ἡ ψυχή
μου τὸν βασιλέα τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἀγαλλιάσεται τὴν μεγαλωσύνην αὐτοῦ.
Τωβ. 13,7 Τον Θεόν μου μεγαλλείνω και η ψυχή μου γεμάτη
αγαλλίασιν θα διακηρύττη το μεγαλείον του βασιλέως των ουρανών.
Τωβ. 13,8 λεγέτωσαν πάντες καὶ ἐξομολογείσθωσαν
αὐτῷ ἐν Ἱεροσολύμοις·
Τωβ. 13,8 Ολοι ας είπωμεν και ας διακηρύξωμεν την δόξαν και
τας ευεργεσίας αυτού εις την Ιερουσαλήμ.
Τωβ. 13,9 Ἱεροσόλυμα πόλις ἁγία,
μαστιγώσει ἐπὶ τὰ ἔργα τῶν υἱῶν σου καὶ πάλιν ἐλεήσει τοὺς υἱοὺς τῶν δικαίων.
Τωβ. 13,9 Ιερουσαλήμ, πόλις αγία, ο Θεός θα σε τιμωρήση δια
τα έργα των παιδιών σου, αλλά και πάλιν θα ελεήση τους απογόνους των δικαίων.
Τωβ. 13,10 ἐξομολογοῦ τῷ Κυρίῳ ἀγαθῶς καὶ
εὐλόγει τὸν βασιλέα τῶν αἰώνων, ἵνα πάλιν ἡ σκηνὴ αὐτοῦ οἰκοδομηθῇ ἐν σοὶ μετὰ
χαρᾶς, καὶ εὐφράναι ἐν σοὶ τοὺς αἰχμαλώτους καὶ ἀγαπῆσαι ἐν σοὶ τοὺς
ταλαιπώρους εἰς πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος.
Τωβ. 13,10 Να ευχαριστής τον Κυριον σου όσον ημπορείς
περισσότερον. Και να δοξολογής τον βασιλέα των αιώνων, δια να ανοικοδομηθή
πάλιν εντός σου με χαράν μεγάλην ο ναός του Θεού. Είθε να ευφρανθούν
επανερχόμενοι προς σε οι αιχμάλωτοι Ιουδαίοι, ω Ιερουσαλήμ. Είθε να αγαπήση ο
Θεός τους ταλαιπωρουμένους Ιουδαίους εις όλας τας γενεάς των.
Τωβ. 13,11 ἔθνη πολλὰ μακρόθεν ἥξει πρὸς
τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ δῶρα ἐν χερσὶν ἔχοντες καὶ δῶρα τῷ βασιλεῖ τοῦ οὐρανοῦ,
γενεαὶ γενεῶν δώσουσί σοι ἀγαλλίαμα.
Τωβ. 13,11 Πολλά έθνη θα έλθουν από μακράν, δια να δοξάσουν το
όνομα Κυρίου του Θεού. Θα έχουν δώρα εις τα χέρια του, δώρα δια να τα
προσφέρουν στον βασιλέα των ουρανών. Ολαι αι γενεαί των γενεών θα διακηρύξουν
την αγαλλίασίν των δια σέ.
Τωβ. 13,12 ἐπικατάρατοι πάντες οἱ μισοῦντές
σε, εὐλογημένοι ἔσονται πάντες οἱ ἀγαπῶντές σε εἰς τὸν αἰῶνα.
Τωβ. 13,12 Κατηραμένοι θα είναι όλοι εκείνοι, οι οποίοι σε
μισούν, ευλογημένοι δε θα είναι όλοι εκείνοι, οι οποίοι σε αγαπούν στον αιώνα.
Τωβ. 13,13 χάρηθι καὶ ἀγαλλίασαι ἐπὶ τοῖς
υἱοῖς τῶν δικαίων, ὅτι συναχθήσονται καὶ εὐλογήσουσι τὸν Κύριον τῶν δικαίων.
Τωβ. 13,13 Εχε χαράν και αγαλλιασιν, ω Ιερουσαλήμ, δια τους
δικαίους, οι οποίοι θα συγκεντρωθούν εις την περιοχήν σου και οι οποίοι θα
δοξάζουν τον Κυριον και Θεόν των δικαίων ανθρώπων.
Τωβ. 13,14 ὦ μακάριοι οἱ ἀγαπῶντές σε,
χαρήσονται ἐπὶ τῇ εἰρήνῃ σου. μακάριοι ὅσοι ἐλυπήθησαν ἐπὶ πάσαις ταῖς μάστιξί
σου, ὅτι ἐπὶ σοὶ χαρήσονται θεασάμενοι πᾶσαν τὴν δόξαν σου καὶ εὐφρανθήσονται εἰς
τὸν αἰῶνα.
Τωβ. 13,14 Ω! τρισευτυχισμένοι και ευλογημένοι από τον Θεόν
είναι εκείνοι, οι οποίοι ειλικρινώς σε αγαπούν. Θα χαρούν δια την ειρήνην σου.
Τρισευτυχισμένοι επίσης είναι όσοι επόνεσαν δι' όλας τας συμφοράς σου, διότι
και αυτοί θα χαρούν βλέποντες την δόξαν σου. Θα ευφρανθούν εις τον αιώνα.
Τωβ. 13,15 ἡ ψυχή μου εὐλογείτω τὸν Θεὸν
τὸν βασιλέα τὸν μέγαν,
Τωβ. 13,15 Η ψυχή μου ας ευχαριστή και ας δοξολογή τον Θεόν,
τον μέγαν βασιλέα,
Τωβ. 13,16 ὅτι οἰκοδομηθήσεται Ἱερουσαλὴμ
σαπφείρῳ καὶ σμαράγδῳ καὶ λίθῳ ἐντίμῳ τὰ τείχη σου καὶ οἱ πύργοι καὶ οἱ προμαχῶνες
ἐν χρυσίῳ καθαρῷ,
Τωβ. 13,16 διότι η Ιερουσαλήμ θα ανοικοδομηθή με σάπφειρον και
σμάραγδον, τα δε τείχη της με πολυτίμους λίθους και οι πύργοι της και οι
προμαχώνες της με ολοκάθαρον χρυσόν.
Τωβ. 13,17 καὶ αἱ πλατεῖαι Ἱερουσαλὴμ ἐν
βηρύλλῳ καὶ ἄνθρακι καὶ λίθῳ ἐκ Σουφεὶρ ψηφολογηθήσονται.
Τωβ. 13,17 Αι πλατείαι της Ιερουσαλήμ θα στρωθούν με βήρυλλον
και αδάμαντα· θα στρωθούν και θα διακοσμηθούν με πολύτιμους λίθους εκ του
Σουφείρ.
Τωβ. 13,18 καὶ ἐροῦσι πᾶσαι αἱ ῥύμαι αὐτῆς,
ἀλληλούϊα καὶ αἰνέσουσι λέγοντες· εὐλογητὸς ὁ Θεός, ὃς ὕψωσε πάντας τοὺς αἰῶνας».
Τωβ. 13,18 Εις όλους τους δρόμους της θα αντηχή και θα
ψάλλεται το αλληλούϊα. Ολοι θα δοξολογούν λέγοντες· ευλογητός ο Θεός, ο οποίος
εξύψωσε την Ιερουσαλήμ εις όλους τους αιώνας”.
ΤΩΒΙΤ 14
Τωβ. 14,1 Καὶ ἐπαύσατο ἐξομολογούμενος
Τωβίτ.
Τωβ. 14,1 Τωβίας επεράτωσε τον ύμνον της δοξολογίας προς
τον Θεόν.
Τωβ. 14,2 καὶ ἦν ἐτῶν πεντηκονταοκτώ, ὅτε
ἀπώλεσε τὰς ὄψεις, καὶ μετὰ ἔτη ὀκτὼ ἀνέβλεψε. καὶ ἐποίει ἐλεημοσύνας καὶ
προσέθετο φοβεῖσθαι Κύριον τὸν Θεὸν καὶ ἐξωμολογεῖτο αὐτῷ.
Τωβ. 14,2 Αυτός, όταν έχασε τους οφθαλμούς του, ήτο
πεντήκοντα οκτώ ετών. Επειτα από οκτώ έτη ανέκτησε την όρασίν του. Εκαμνε
ελεημοσύνας, συνείχετο δε πάντοτε από ευλαβή φόβον προς Κυριον τον Θεόν, τον
οποίον και εδοξολογούσε και ευχαριστούσε.
Τωβ. 14,3 μεγάλως δὲ ἐγήρασε· καὶ ἐκάλεσε
τὸν υἱὸν αὐτοῦ καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, λάβε τοὺς υἱούς
σου· ἰδοὺ γεγήρακα καὶ πρὸς τὸ ἀποτρέχειν ἐκ τοῦ ζῆν εἰμι.
Τωβ. 14,3 Ηλθεν εις βαθύ γήρας. Προσεκάλεσε τότε τον υιόν
του και τα παιδιά του υιού του και είπεν εις αυτόν· “τέκνον, πάρε τους υιούς
σου· ιδού έχω γηράσει και προχωρώ ταχέως προς το τέρμα της ζωής.
Τωβ. 14,4 ἄπελθε εἰς τὴν Μηδίαν,
τέκνον, ὅτι πέπεισμαι ὅσα ἐλάλησεν Ἰωνᾶς ὁ προφήτης περὶ Νινευῆ, ὅτι
καταστραφήσεται, ἐν δὲ τῇ Μηδίᾳ ἔσται εἰρήνη μᾶλλον ἕως καιροῦ, καὶ ὅτι οἱ ἀδελφοὶ
ἡμῶν ἐν τῇ γῇ σκορπισθήσονται ἀπὸ τῆς ἀγαθῆς γῆς, καὶ Ἱεροσόλυμα ἔσται ἔρημος,
καὶ ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῇ κατακαήσεται καὶ ἔρημος ἔσται μέχρι χρόνου.
Τωβ. 14,4 Πηγαινε, παιδί μου, εις την Μηδίαν, διότι έχω
πεισθή ότι όσα προεφήτευσεν ο Ιωνάς ο προφήτης δια την Νινευή, είναι αληθινά
και αυτή θα καταστραφή. Εις την Μηδίαν όμως θα επικρατή μάλλον ειρήνη έως
ωρισμένον καιρόν. Οι αδελφοί μας Ιουδαίοι, που ευρίσκονται εις την χώραν της
Ιουδαίας, θα διασκορπισθούν από την ευλογημένην εκείνην γην. Η Ιερουσαλήμ θα
ερημωθή, ο ναός του Θεού, που υπάρχει εις αυτήν, θα κατακαή και θα μείνη έρημος
μέχρις ωρισμένου καιρού.
Τωβ. 14,5 καὶ πάλιν ἐλεήσει αὐτοὺς ὁ
Θεὸς καὶ ἐπιστρέψει αὐτοὺς εἰς τὴν γῆν, καὶ οἰκοδομήσουσι τὸν οἶκον, οὐχ οἷος ὁ
πρότερος, ἕως πληρωθῶσι καιροὶ τοῦ αἰῶνος. καὶ μετὰ ταῦτα ἐπιστρέψουσιν ἐκ τῶν
αἰχμαλωσιῶν καί οἰκοδομήσουσιν Ἱερουσαλὴμ ἐντίμως, καὶ ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῇ
οἰκοδομηθήσεται εἰς πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος οἰκοδομῇ ἐνδόξῳ, καθὼς ἐλάλησαν
περὶ αὐτῆς οἱ προφῆται.
Τωβ. 14,5 Αλλά και πάλιν ο Θεός θα τους ελεήση, θα τους
επαναφέρη εις την χώραν της Ιουδαίας και θα ανοικοδομήσουν αυτοί τον ναόν. Δεν
θα είναι όμως αυτός τόσον λαμπρός, όπως ήτο ο προηγούμενος. Αυτά όλα θα
πραγματοποιηθούν, έως ότου συμπληρωθούν οι ορισμένοι χρόνοι. Μετά ταύτα θα
επανέλθουν από τας αιχμαλωσίας των και κατά τρόπον λαμπρόν θα ανοικοδομήσουν
πάλιν τον ναόν του Θεού εις την πόλιν Ιερουσαλήμ, ώστε να μένη εις όλας τας
γενεάς του αιώνος. Ετσιν ακριβώς, όπως ελάλησαν δι' αυτήν οι προφήται.
Τωβ. 14,6 καὶ πάντα τὰ ἔθνη ἐπιστρέψουσιν
ἀληθινῶς φοβεῖσθαι Κύριον τὸν Θεὸν καὶ κατορύξουσι τὰ εἴδωλα αὐτῶν, καὶ εὐλογήσουσι
πάντα τὰ ἔθνη Κύριον.
Τωβ. 14,6 Θα έλθη καιρός, κατά τον οποίον όλα τα
ειδωλολατρικά έθνη θα επανέλθουν προς τον Θεόν, δια να λατρεύουν αυτόν κατ'
αλήθειαν και θα θάψουν τα είδωλά των εις την γην. Ολα τα έθνη θα δοξολογήσουν
τον Κυριον.
Τωβ. 14,7 καὶ ὁ λαὸς αὐτοῦ ἐξομολογήσεται
τῷ Θεῷ, καὶ ὑψώσει Κύριος τὸν λαὸν αὐτοῦ, καὶ χαρήσονται πάντες οἱ ἀγαπῶντες
Κύριον τὸν Θεὸν ἐν ἀληθείᾳ καὶ δικαιοσύνῃ, ποιοῦντες ἔλεος τοῖς ἀδελφοῖς ἡμῶν.
Τωβ. 14,7 Τοτε ο λαός Του θα δοξολογή και θα ευχαριστή τον
αληθινόν Θεόν και ο Κυριος θα αναδείξη τον λαόν αυτόν. Θα χαρούν όλοι όσοι
αγαπούν Κυριον τον Θεόν με ειλικρίνειαν και δικαιοσύνην, αυτοί οι οποίοι
κάμνουν ελεημοσύνας στους αδελφούς μας.
Τωβ. 14,8 καὶ νῦν, τέκνον, ἄπελθε ἀπὸ
Νινευῆ, ὅτι πάντως ἔσται ἃ ἐλάλησεν ὁ προφήτης Ἰωνᾶς.
Τωβ. 14,8 Και τώρα, παιδί μου, φύγε από την Νινευή, διότι
πάντως θα πραγματοποιηθούν εκείνα τα οποία προείπεν ο προφήτης Ιωνάς.
Τωβ. 14,9 σὺ δὲ τήρησον τὸν νόμον καὶ
τὰ προστάγματα καὶ γενοῦ φιλελεήμων καὶ δίκαιος, ἵνα σοι καλῶς ᾖ. καὶ θάψον με
καλῶς καὶ τὴν μητέρα σου μετ᾿ ἐμοῦ, καὶ μηκέτι αὐλισθῆτε εἰς Νινευῆ.
Τωβ. 14,9 Συ όμως να τηρής τον νόμον και τας εντολάς του
Θεού, να είσαι ελεήμων και δίκαιος, δια να ευτυχήσης. Με την πρέπουσαν τιμήν
θάψε εμέ και μαζή με εμέ την μητέρα σου. Μη μείνετε πλέον εις την Νινευή.
Τωβ. 14,10 τέκνον, ἰδὲ τί ἐποίησεν Ἀμὰν Ἀχιαχάρῳ
τῷ θρέψαντι αὐτόν, ὡς ἐκ τοῦ φωτὸς ἤγαγεν αὐτὸν εἰς τὸ σκότος, καὶ ὅσα ἀνταπέδωκεν
αὐτῷ· καὶ Ἀχιάχαρος μὲν ἐσώθη, ἐκείνῳ δὲ τὸ ἀνταπόδομα ἐπεδόθη, καὶ αὐτὸς
κατέβη εἰς τὸ σκότος. Μανασσῆς ἐποίησεν ἐλεημοσύνην καὶ ἐσώθη ἐκ παγίδος
θανάτου, ἧς ἔπηξεν αὐτῷ, Ἀμὰν δὲ ἐνέπεσεν εἰς τὴν παγίδα καὶ ἀπώλετο.
Τωβ. 14,10 Τέκνον μου, ιδέ τι έκαμεν ο Αμάν στον Αχιάχαρον, ο
οποίος τον είχεν αναθρέψει και πως ο ευεργετηθείς αυτός Αμάν τον ωδήγησεν από
το φως στο σκότος. Και πόσα κακά αντί της ευεργεσίας ανταπέδωσεν εις αυτόν. Και
ο Αχιάχαρος μεν διεσώθη, εις εκείνον δε εδόθη η δικαία ανταπόδοσις και κατέβη
στο σκότος του άδου. Ο Μανασσής εποίησεν ελεημοσύνας και εσώθη από την παγίδα
του θανάτου, την οποίαν είχε στήσει εις αυτόν ο Αμάν. Ο Αμάν δε ενέπεσεν εις
αυτήν την παγίδα και εχάθη.
Τωβ. 14,11 καὶ νῦν, παιδία, ἴδετε τί ἐλεημοσύνη
ποιεῖ, καὶ τί δικαιοσύνη ῥύεται. καὶ ταῦτα αὐτοῦ λέγοντος, ἐξέλιπεν ἡ ψυχὴ αὐτοῦ
ἐπὶ τῆς κλίνης· ἦν δὲ ἐτῶν ἑκατὸν πεντηκονταοκτώ, καὶ ἔθαψαν αὐτὸν ἐνδόξως.
Τωβ. 14,11 Και τώρα, παιδιά μου, ίδετε τι κατορθώνει η
ελεημοσύνη και από ποία κακά μας απαλλάσσει η δικαιοσύνη”. Ενώ δε έλεγεν αυτά ο
Τωβίτ, έσβησεν ήρεμα η ζωη του επάνω εις την κλίνην του. Ητο δε τότε εκατόν
πεντήκοντα οκτώ ετών. Τον έθαψαν μετά μεγάλης τιμής.
Τωβ. 14,12 καὶ ὅτε ἀπέθανεν Ἄννα, ἔθαψεν
αὐτὴν μετὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, ἀπῆλθε δὲ Τωβίας μετὰ τῆς γυναικὸς αὐτοῦ καὶ τῶν υἱῶν
αὐτοῦ εἰς Ἐκβάτανα πρὸς Ῥαγουὴλ τὸν πενθερὸν αὐτοῦ,
Τωβ. 14,12 Οταν δε απέθανε και η Αννα, την έθαψεν ο Τωβίας
κοντά στον πατέρα του. Ο Τωβίας έφυγε μαζή με την γυναίκα του και τα παιδιά του
εις τα Εκβάτανα προς τον πενθερόν του τον Ραγουήλ.
Τωβ. 14,13 καὶ ἐγήρασεν ἐντίμως καὶ ἔθαψε
τοὺς πενθεροὺς αὐτοῦ ἐνδόξως καὶ ἐκληρονόμησε τὴν οὐσίαν αὐτῶν καὶ Τωβὶτ τοῦ
πατρὸς αὐτοῦ.
Τωβ. 14,13 Εφθασε και αυτός εις βαθύ και έντιμον γήρας, έθαψε
τους πενθερούς του μετά μεγάλης τιμής και εκληρονόμησε την περιουσίαν αυτών,
όπως και την περιουσίαν του Τωβίτ του πατρός του.
Τωβ. 14,14 καὶ ἀπέθανεν ἐτῶν ἑκατὸν εἰκοσιεπτὰ
ἐν Ἐκβατάνοις τῆς Μηδίας.
Τωβ. 14,14 Ο Τωβίας απέθανεν εις τα Εκβάτανα της Μηδίας εις
ηλικίαν εκατόν είκοσι επτά ετών.
Τωβ. 14,15 καὶ ἤκουσε πρὶν ἢ ἀποθανεῖν αὐτὸν
τὴν ἀπώλειαν Νινευῆ, ἣν ᾐχμαλώτισε Ναβουχοδονόσορ καὶ Ἀσύηρος, καὶ ἐχάρη πρὸ τοῦ
ἀποθανεῖν ἐπὶ Νινευῆ.
Τωβ. 14,15 Πριν δε αποθάνη, έμαθε την καταστροφήν της Νινευή
και την αιχμαλωσίαν των κατοίκων της από τον Ναβουχοδονόσορα και τον Ασύηρον.
Εχάρη δέ, πριν αποθάνη δια την δικαίαν αυτήν τιμωρίαν της Νινευή.
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.